Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

2/8/08

Το Χρυσό Πουλάρι και το Πουκάμισο του Δράκου της Φωτιάς

Ilija Bašičević – Bosilj, My Portrait From Ilijada,1966
© Ilija Bašičević - Bosilj website, 2005



Ένα κινέζικο παραμύθι, αφιερωμένο
στον Ράντοβαν Κάραζιτς και στους «Σέρβους» του 2008



Απόδοση από την
αγγλική μετάφραση
του D. L. Ashliman : Α.Μ.



ΣΤΑ ΠΟΛΥ ΠΑΛΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ζούσε ένας γαιοκτήμονας που λάτρευε τα χρήματα σαν τη ζωή του. Στα μάτια του ακόμη και το μικρότερο κέρμα φάνταζε μεγάλο σαν μια μυλόπετρα. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν πως θα βρει τρόπο να κερδίσει κι άλλα χρήματα κι έτσι οι αγρότες τον αποκαλούσαν «Ο Τσιγκούνης».
Μια χρονιά με παρατεταμένη ξηρασία στην περιοχή οι καλλιέργειες καταστράφηκαν ολοσχερώς. Οι αγρότες που ζούσαν με τη σοδειά της χρονιάς και δεν είχαν ποτέ καταφέρει να αποκτήσουν ένα μικρό απόθεμα, είχαν φτάσει στο σημείο να τρώνε ρίζες και φλοιούς για να επιβιώσουν. Αλλά κι αυτά κάποτε τέλειωσαν. Ο λιμός που τους βρήκε τους έκανε να ζητήσουν από τον Τσιγκούνη δάνειο. Οι αποθήκες του άλλωστε ήταν ξέχειλες μέχρι πάνω από στάρι. Εκείνος όμως παρ΄ όλο που οι σπόροι είχαν βγάλει φύτρα και το αλεύρι είχε κατακλυσθεί από σκουλήκια ήταν τόσο μίζερος που δεν τους έδωσε ούτε έναν κόκκο.

ΤΟΤΕ ΕΚΕΙΝΟΙ ΕΦΥΓΑΝ ΜΑΚΡΙΑ με την οργή και την αγανάκτηση να τους πλημμυρίζουν και άρχισαν να σκέφτονται έναν τρόπο να τον τιμωρήσουν. Σκέφτηκαν και ξανασκέφτηκαν και κατέστρωσαν ένα εκπληκτικό σχέδιο. Όλοι μαζί συγκέντρωσαν μερικές τριχούλες από ασήμι και φρόντισαν να εξασφαλίσουν κι ένα καχεκτικό πουλάρι. Παραγέμισαν τον πισινό του αλόγου με τις ασημί τριχούλες και τον τάπωσαν με βαμβάκι. Μετά επέλεξαν έναν αγρότη που το όνομά του ήταν Μεγαλόστομος επειδή είχε το εξαιρετικό χάρισμα να μπορεί να συνομιλεί με τους πεθαμένους πάνω από τους τάφους τους και τον έστειλαν μαζί με το άλογο στον Τσιγκούνη. Βλέποντάς τον εκείνος να πλησιάζει εξοργίσθηκε. Του σηκώθηκε η τρίχα και άρχισε να ξεφωνίζει «Αναθεματισμένε, ηλίθιε! Αρκετά βρώμισες την αυλή μου. Φύγε αμέσως από μπροστά μου».
«Σε παρακαλώ Κύριε, μη φωνάζεις», είπε ο Μεγαλόστομος χαμογελώντας πονηρά. «Αν έφριξες με το άλογό μου και αφηνιάσει, θα πρέπει να πουλήσεις ό,τι μπορεί να καλύψει τη ζημιά!».
«Φύγε Μεγαλόστομε, ως συνήθως ψευτοπαλικαρά», είπε ο Τσιγκούνης, «Τι μπορεί να αξίζει αυτό το κατσιασμένο άλογό σου;».
«Ω! Δεν αξίζει τίποτε, πράγματι», του αντιγύρισε ο Μεγαλόστομος, «εκτός απ΄ ότι από τα σπλάχνα του βγάζει ασήμι και χρυσό».
Ως δια μαγείας, η οργή του Τσιγκούνη εξανεμίστηκε και βιαστικά ρώτησε: «Και πώς απέκτησες το ζώο αυτό;».
«Είδα στην ύπνο μου την περασμένη νύχτα», άρχισε να διηγείται ο Μεγαλόστομος, «πως συνάντησα έναν γέροντα με λευκή γενειάδα. Και μου είπε: Μεγαλόστομε, το αλογάκι που χρησιμοποιεί για την μεταφορά ασημιού και χρυσού ο θεός του Πλούτου, ξέπεσε και το έστειλε στη Γη. Τράβα βορειοανατολικά και πάρτο. Όταν πιέζεις τα σπλάχνα του εκείνο βγάζει από πίσω χρυσό και ασήμι. Αν καταφέρεις να το πιάσεις θα σε κάνει πλούσιο. Την ίδια στιγμή ο γέρος μου έδωσε μια σπρωξιά και ξύπνησα. Εγώ δεν έδωσα σημασία. Νόμιζα πως όλα ήταν ένα όνειρο. Γύρισα λοιπόν να ξανακοιμηθώ. Μόλις όμως έκλεισα τα μάτια μου ο άντρας εμφανίσθηκε πάλι λέγοντάς μου, αυτή τη φορά: Μην καθυστερείς! Θα σου το πάρει άλλος το άλογο και μου έδωσε ακόμη μια σπρωξιά, ώστε πάλι ξύπνησα. Ντύθηκα κι έτρεξα εκεί που μου είχε πει τον πρώτη φορά. Στο σημείο αυτό είδα μια πύρινη μπάλα. Πλησιάζοντας διαπίστωσα ότι εκεί βοσκούσε το αλογάκι. Το πήρα και το πήγα στο σπίτι μου. Την επόμενη μέρα άναψα θυμιάματα και το πουλάρι άρχισε να βγάζει από πίσω του ασήμι!».
«Αλήθεια το λες;» ρώτησε ενθουσιασμένος ο Τσιγκούνης.
«Υπάρχει μια παλιά παροιμία που λέει: Αν ειν' παπάς και λειτουργά η αυγή θα μας το δείξει[1]. Αν δεν με πιστεύεις άσε με να σου κάνω μια επίδειξη», απάντησε ο Μεγαλόστομος και του είπε να ανάψει τα θυμιατά. Εν τω μεταξύ εκείνος είχε βάλει ένα πιάτο στα οπίσθια του αλόγου και τραβώντας κρυφά το βαμβάκι, άρχισαν να βγαίνουν οι ασημένιες τριχούλες καταλήγοντας στο πιάτο. Βλέποντας την … παραγωγή του αλόγου ο Τσιγκούνης ρώτησε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον: «Πόσα βγάζει την ημέρα;»
«Εκατόν είκοσι με εκατόν εξήντα γραμμάρια [2] για εμάς τους λιγότερο τυχερούς», απάντησε ο Μεγαλόστομος «αλλά ο γέροντας του ονείρου μού είπε ότι αν συναντηθεί με έναν πραγματικά τυχερό άνθρωπο μπορεί να βγάλει ενάμισι κιλό και παραπάνω»
Ο Τσιγκούνης σκέφτηκε τότε: «Πρέπει να είμαι ένας από αυτούς. Έχοντας σαν δεδομένο ότι το άλογο μπορεί να βγάλει τουλάχιστον οχτακόσια γραμμάρια ασήμι την ημέρα σημαίνει ότι θα έχω είκοσι τέσσερα κιλά το μήνα ή σχεδόν τριακόσια κιλά το χρόνο».
Αυξάνοντας τα κιλά, αύξανε και το ενδιαφέρον του Τσιγκούνη για το πουλάρι. Έτσι αποφάσισε να το αγοράσει κι άρχισε να το διαπραγματεύεται με τον Μεγαλόστομο, ρωτώντας τον κατ΄ αρχήν αν το πουλάει. Ο Μεγαλόστομος όμως δεν ήθελε συζήτηση επί του θέματος. Έτσι εκείνος προσπαθούσε και ξαναπροσπαθούσε να τον πείσει μέχρι που του είπε ότι είναι διατεθειμένος να καταβάλει οποιοδήποτε τίμημα. Στο τέλος ο Μεγαλόστομος πείσθηκε και του είπε: «Ας είναι. Η τύχη μου προφανώς είναι λιγότερη από τη δική σου. Θα στο πουλήσω. Αλλά δεν θέλω ούτε ασήμι ούτε χρυσό. Δώσε μου έναν τόνο στάρι και πάρτο».

ΤΟΥ ΤΣΙΓΚΟΥΝΗ ΤΟΥ ΦΑΝΗΚΕ πολύ χαμηλό το κόστος και συμφώνησε. Η ανταλλαγή έγινε επί τόπου και ο Μεγαλόστομος πήρε βιαστικά τους καρπούς και γύρισε να τους διανείμει στους φτωχούς αγρότες που ήταν πραγματικά ευτυχισμένοι από το ξαφνικό απόκτημά τους. Από την άλλη πλευρά ο Τσιγκούνης ήταν κι αυτός τόσο ευτυχισμένος που είχε το άλογο ώστε δεν σταματούσε να γελάει μόνος του. Φοβόταν, μάλιστα, τόσο πολύ μη τυχόν και το χάσει ώστε άρχισε να ψάχνει το κατάλληλο μέρος για το κρύψει. Κανένα όμως δεν του φαινόταν ασφαλές. Τελικά το έμπασε στο σαλόνι και του έστρωσε κι ένα κόκκινο χαλί, χωρίς να ξεχάσει να γεμίσει το χώρο με θυμιάματα. Μετά στρώθηκε με την οικογένεια μαζί ανυπομονώντας να ξεκινήσει από λεπτό σε λεπτό η ….. παραγωγή ασημιού και χρυσού.
Περίμεναν εκεί μέχρι τα μεσάνυχτα. Ξαφνικά το πουλάρι άνοιξε τα πόδια του και ο Τσιγκούνης σκέφτηκε ότι θα άρχιζε να ρέει ασήμι ή χρυσός. Γρήγορα γρήγορα έφερε έναν λουστραρισμένο δίσκο, τον έβαλε πίσω από το άλογο και περίμενε. Περίμενε πολύ ακόμη αλλά τίποτε δεν έγινε. Ο Τσιγκούνης ανησύχησε τόσο πολύ ώστε σήκωσε την ουρά του αλόγου για να δει τι συμβαίνει. Τότε του ήρθαν στο πρόσωπο μερικές σταγόνες και πριν προλάβει να απομακρυνθεί το πουλάρι του είχε πασαλείψει ολόκληρη τη μούρη. Το «χρυσό υγρό» έτρεξε στην πλάτη του και στο λαιμό του καλύπτοντάς τον πατόκορφα..
Η μπόχα ήταν τέτοια που ο Τσιγκούνης άρχισε να πηδάει και να φωνάζει και στη συνέχεια να ξερνάει. Το άλογο βέβαια … συνέχισε καταστρέφοντας ακόμη και το υπέροχο κόκκινο χαλί. Το σαλόνι είχε κατακλυσθεί από τη δυσοσμία και ο Τσιγκούνης καταλαβαίνοντας ότι εξαπατήθηκε με την οργή και τη μανία που τον είχαν κυριεύσει σκότωσε το δύστυχο πουλάρι.
Όταν ξημέρωσε το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να στείλει μισθοφόρους σε αναζήτηση του Μεγαλόστομου. Όμως οι χωρικοί τον είχαν ήδη κρύψει πολύ καλά. Οι άνθρωποι του Τσιγκούνη όλο έψαχναν και όλο με άδεια χέρια γύρναγαν. Αλλά ο θυμός του ήταν τόσος ώστε δεν σταματούσε μέχρι να ικανοποιηθεί. Κι έτσι όλο και τους έστελνε να στήνουν καρτέρι.

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ ο Μεγαλόστομος παρασύρθηκε και τον εντόπισαν οι άνθρωποι του Τσιγκούνη. Όταν λοιπόν, αυτός ο τελευταίος, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον «εχθρό» έσφιξε οργισμένος τα δόντια και κλείδωσε τον Μεγαλόστομο στο μύλο αφού πρώτα τον υποχρέωσε να βγάλει όλα τα ρούχα του εκτός από ένα βαμβακερό πουκάμισο, με την ελπίδα ότι έτσι θα πεθάνει από την παγωνιά. Έκανε αφόρητο κρύο βλέπετε την εποχή αυτή. Έξω ήδη τα πάντα είχαν σκεπαστεί από χιόνι και ο άνεμος ήταν τσουχτερός. Ο Μεγαλόστομος κούρνιασε σε μια γωνιά τρέμοντας αλλά πολύ σύντομα σκέφτηκε έναν έξυπνο τρόπο για να ζεσταθεί. Πετάχτηκε επάνω, άρπαξε από κάτω μια μυλόπετρα και άρχισε να περπατάει πάνω κάτω κρατώντας την στην αγκαλιά του. Πολύ γρήγορα άρχισε να ζεσταίνεται και να ιδρώνει. Έτσι πέρασε όλη τη νύχτα, με την πέτρα στη αγκαλιά, σταματώντας που και που, ίσα για να ξεκουραστεί.
Το επόμενο πρωί το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ο Τσιγκούνης ήταν πως ο Μεγαλόστομος θα είχε ήδη πεθάνει. Όταν όμως ξεκλείδωσε τον πόρτα με μεγάλη έκπληξη διαπίστωσε ότι όχι μόνο ήταν ζωντανός αλλά καθόταν κάτω κάθιδρος! Βλέποντας τον Τσιγκούνη, πετάχτηκε όρθιος εκλιπαρώντας τον: «Κύριε, λυπήσου με! Γρήγορα κάνε μου λίγο αέρα! Ω, θα πεθάνω από τη ζέστη».
«Πώς και είσαι τόσο ζεσταμένος;», ρώτησε, κυριολεκτικά αποσβολωμένος ο Τσιγκούνης.
«Αυτό πουκάμισο είναι ένα ιερό κειμήλιο» του εξήγησε ο Μεγαλόστομος, «το αποκαλούν Πουκάμισο του Δράκου της Φωτιάς. Όσο περισσότερο κρύο έχει τόσο μεγαλύτερη ζέστη βγάζει».
«Και πώς έφτασε στα χέρια σου;»
«Στην αρχή ήταν το τομάρι του Δράκου της Φωτιάς. Μετά η Βασίλισσα του Παραδείσου [2] το ύφανε πουκάμισο. Αργότερα με κάποιο τρόπο έπεσε και το πήραν οι πρόγονοί μου θεωρώντας το ως οικογενειακό κειμήλιο. Έτσι, περνώντας από γενιά σε γενιά έφτασε και στα χέρια μου.»
Ο Τσιγκούνης βλέποντας τον ιδρώτα του Μεγαλόστομου πίστεψε την ιστορία και ο στόχος του ήταν πια πώς θα πάρει το πουκάμισο. Φυσικά ξέχασε αμέσως την υπόθεση του αλόγου. Πρότεινε μάλιστα να το ανταλλάξει με μια γούνα αλεπούς. Φυσικά ο Μεγαλόστομος αρνήθηκε αλλά όταν ο Τσιγκούνης πρόσθεσε και πενήντα ασημένια νομίσματα είπε αναστενάζοντας: «Αλίμονο, τι ανάξιος γιος είμαι εγώ που έχασα το οικογενειακό κειμήλιο!».
Και λέγοντας αυτό βγάζει το πουκάμισο και παίρνει από τον Τσιγκούνη τη γούνα της αλεπούς και τα πενήντα ασημένια και όπου φύγει φύγει.

Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΤΣΙΓΚΟΥΝΗ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΟΡΙΑ. Λίγες μέρες αργότερα ταξιδεύοντας για τα γενέθλια του πατέρα του και θέλοντας να του δείξει το νέο του απόκτημα, φόρεσε μόνο το πουκάμισο και ξεκίνησε για το ταξίδι. Στα μισά της διαδρομής πήρε ξαφνικά ένας άγριος άνεμος κι άρχισε να χιονίζει. Ο Τσιγκούνης άρχισε να τρέμει. Το μέρος ήταν πολύ μακριά από χωριό ή πανδοχείο και έπρεπε να βρει ένα καταφύγιο. Ρίχνοντας μια ματιά γύρω γύρω είδε ένα δέντρο στο δρόμο που ήταν μάλιστα και μισοκαμένο. Στη μέση είχε μια κοιλότητα που τον χωρούσε ίσα ίσα. Εκεί χώθηκε ο Τσιγκούνης και πολύ σύντομα πάγωσε και πέθανε.
Μερικές μέρες αργότερα η οικογένειά του βρήκε το σώμα του. Ήξεραν πια ότι είχαν εξαπατηθεί ξανά από τον Μεγαλόστομο κι έστειλαν τους άντρες τους να τον βρουν.
«Το πολύτιμο πουκάμισό μου, προκαλεί εγκαύματα όταν έρχεται σε επαφή με το χορτάρι ή το ξύλο», εξήγησε ο Μεγαλόστομος, «με αυτόν τον τρόπο ο κύριος πρέπει να κάηκε και να πέθανε. Δεν είμαι ένοχος. Ποτέ δεν κρύφτηκα στην κουφάλα δέντρου. Αν παρατηρήσετε μάλιστα θα δείτε ότι το μισό δέντρο είναι καμένο».
Μετά τις εξηγήσεις και αφού η οικογένεια εξέτασε το δέντρο και το βρήκε όπως ακριβώς το είχε περιγράψει ο Μεγαλόστομος, δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να τον αφήσουν ελεύθερο._

Αναφορές
[1] Η παροιμία που αναφέρεται στο κείμενο είναι: «The proof of the pudding is in the eating» με αντίστοιχη έννοια της δική μας «Αν ειν' παπάς και λειτουργά η αυγή θα μας το δείξει»

[2] Η αγγλική μετάφραση αναφέρει τη Βασίλισσα του Western Heaven. Οι Κινέζοι βουδιστές πιστεύουν, πέρα από το καθαρτήριο, σε μια ουράνια χώρα όπου ο καθένας είναι δεκτός. Σ΄ αυτήν την ουράνια παραδεισένια χώρα το κυρίαρχο στοιχείο είναι η Amitābha (στην κινεζική Ο-μι-το-φο) η οποία αποδίδεται ως «περίοδος χωρίς όρια» ενώ η αρχική της έννοια ήταν «απεριόριστο φως». Η γη αυτή προσδιορίζεται στα δυτικά όπου κατοικούν μυριάδες ευτυχισμένα όντα, χωρίς πόνο αλλά και χωρίς κανένα πάθος. Περιγράφεται δε, σαν τον το δικό μας Παράδεισο με νερά και καθαρότητα αλλά και πολύτιμους χρωματιστούς λίθους, δεσπόζοντος του λωτού.

[3] Το μέτρο βάρους που αναφέρεται στο παραμύθι είναι το Tael, μετρική μονάδα για το ασήμι η οποία χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα (στη Σαγκάη κυρίως) με στάθμιση που ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή. Ο μέσος όρος είναι 1 tael=40gr, αναλογία με την οποία αποδόθηκε το ασήμι σε γραμμάρια.