Αυλαία, ασύστατοι! Αιμορραγούν ως και οι πέτρες, σ’ αυτόν τον άνυδρο καιρό! ΑΥΛΑΙΑ (Γ. Μπλάνας, Στασιωτικό 53o)

31/12/10

O άμυαλος φίλος

Ένα Ινδουιστικό παραμύθι Πανχατάντρα, χαρισμένο εξαιρετικά σε έναν αγαπημένο πλην αμετροεπή φίλο και σε όλους εσάς που πλήττεστε από την ανοησία και την αμετροέπεια, με τις καλύτερες ευχές μας για το έτος… 2014 … εκτός κι αν ….

Έντβαρντ Μουνκ, Το κορίτσι με την καρδιά, Ξυλογραφία με σκαρπέλο και σέγα. Τύπωμα σε μαύρο, κόκκινο και πράσινο από μία ξύλινη πλάκα κομμένη σε τρία κομμάτια. 1898-1899. © The Munch Museum / The Munch-Ellingsen Group / BONO, Oslo 2010 - Gift of Charles and Evelyn Kramer. New York, to the Tel Aviv Museum of Art.



ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ένας βασιλιάς κατά την επίσκεψή του στο παλάτι των συζύγων του, βρήκε στον κήπο μια μαϊμού που τον κατέκτησε αμέσως. Έτσι αποφάσισε να την πάρει κοντά του, σαν κατοικίδιο, για να τον διασκεδάζει. Βλέπετε τότε οι βασιλιάδες συνήθιζαν να περιτριγυρίζονται από παπαγάλους, πέρδικες, περιστέρια, κριάρια, μαϊμούδες, και άλλα τέτοια πλάσματα.

Ο βασιλιάς είχε δεθεί τόσο πολύ με το μικρό πιθηκάκι σε σημείο να τρώει μαζί του και να το περιποιούνται σαν πραγματικό βασιλόπουλο, δηλαδή αντιμετωπίζοντάς το με τον ίδιο σεβασμό που έδειχναν και στον ίδιο. Και ήταν τόση η αδυναμία και η εμπιστοσύνη του βασιλιά στο κατοικίδιό του, ώστε σε λίγο καιρό του χάρισε κι ένα ξίφος!

Οι βασιλικοί κήποι ήταν γεμάτοι από δέντρα και λουλούδια διαφόρων ειδών, τόσων όσων δεν χωράει το μυαλό μας. Την Άνοιξη, μάλιστα, όταν φούντωνε η φύση, το αρώματα κατέκλυζαν την περιοχή και οι μέλισσες βούιζαν όλες μαζί την ομορφότερη μουσική της πλάσης: έναν ύμνο στο θεό του έρωτα.

Μια τέτοια μέρα ο βασιλιάς, έχοντας χαρεί τον έρωτα, έκανε βόλτα στους κήπους του με την αγαπημένη των συζύγων του με την εντολή σε όλους τους υπηρέτες του να μείνουν έξω από την περιοχή. Κάποια στιγμή, ευχάριστα κουρασμένος από τον περίπατο, αποφάσισε να πάρει έναν υπνάκο κάτω από τα λουλούδια. Έτσι είπε στην αχώριστη μαϊμού να ΄χει τα μάτια της δεκατέσσερα να μην τον ενοχλήσει τίποτα!

Δεν πέρασαν λίγα λεπτά που ο βασιλιάς είχε βυθιστεί σε ξέγνοιαστο ύπνο, όταν μια μέλισσα άρχισε να τον τριγυρνάει. Βλέποντάς την η μαϊμού σκέφτηκε θυμωμένη: «Τι είναι αυτό; Είναι δυνατόν ένα κοινό πλάσμα να δαγκώσει το βασιλιά και μάλιστα μπροστά στα μάτια μου;». Έτσι, άρχισε τις προσπάθειες να την απομακρύνει. Η μέλισσα όμως ήταν … ανένδοτη. Δώστου και τριγύριζε το βασιλιά. Μια, δυο, τρεις η μαϊμού έγινε έξαλλη. Τυφλωμένη από θυμό σηκώνει το σπαθί και δίνοντας μια, ρίχνει τη μέλισσα νεκρή.

Αλίμονο όμως, μαζί με τη μέλισσα το σπαθί της μαϊμούς παρέσυρε και το …κεφάλι του βασιλιά!

Τη στιγμή εκείνη ξυπνάει η αγαπημένη βασίλισσα, ακούγοντας όλη αυτή τη φασαρία, και έντρομη από το θέαμα που αντίκρισε αρχίζει να ουρλιάζει: «Ω! Ω! ανόητη μαϊμού! Τι έκανες στον βασιλιά που σε λάτρεψε;»

Η μαϊμού μπορεί να έδωσε όλες τις εξηγήσεις για το κρίμα της, ωστόσο απαξιώθηκε απ΄ όλους. Από τότε, μάλιστα, καθιερώθηκε και η γνωστή φράση: «Ποτέ μη διαλέξεις έναν άμυαλο για φίλο, γιατί ο βασιλιάς έπεσε νεκρός από μια μαϊμού», ενώ το παραμύθι διδάσκει ότι: «Είναι καλύτερο να έχουμε έναν έξυπνο εχθρό παρά έναν άμυαλο φίλο».

Κι εμείς συμπληρώνουμε: «Ο άμυαλος επιμένει να τραβάει το σκοινί αγνοώντας ότι σαν σπάσει, ο πρώτος που θα πέσει θα είναι ο ίδιος».
Απόδοση: α.μ.


Πηγές-Προτάσεις
1. The Foolish Friend, The Panchatantra, Translation © 1999 by D. L. Ashliman.
2. Τα Παραμύθια και ο Μαγικός Κόσμος τους: Τα Ινδικά Πανχατάντρα.
4. Έντβαρντ Μουνκ: Η κραυγή, του Τάσου Π. Καραντή.

22/12/10

Μάνα κουράγιο

Αντί ευχής ή αλλιώς «η σούπα δεν χύνεται»


Vincent van Gogh. Pietà (After Delacroix),1889.

«Θα' ρθει παιδί μου ο καιρός που θα νιώσεις την ψυχή σου να φεύγει από μέσα σου. Τελευταίο κομμάτι ζωής.»

Τότε είναι που θα πεις «δεν πάει άλλο». Πορείες στους δρόμους, μάχη σώμα με σώμα με αυτούς που σου στέρησαν αυτά που ένιωσες ότι δεν είχες, ενώ σου άξιζαν. Θα χαθείς. Μια γενιά μετά την άλλη, αφοσίωση στους αγώνες και μετά. Φαντάσματα της νέας εποχής.

Δεν θα σου πουν ευχαριστώ, θα σε ξεχάσουν. Θα ξεχάσεις κι εσύ εσένα. Θα ξεμείνεις. Ένα υγρό μπαρ. Μια μπύρα. Ένα τσιγάρο. Θα σκέφτεσαι αυτά που σκεφτόσουν στα 20 κάτι σου και θα αναρωτιέσαι: «Τόσο μαλάκας ήμουν;».

Όχι. Δεν ήσουν μαλάκας. Ούτε άτυχος. Ήσουν. Δεν είσαι πια και δεν θα γίνεις ξανά. Ένα τίποτα στου κόσμου το καζάνι που σιγοβράζει και δεν λέει να εκραγεί. Γιατί αλλιώς, θα χυθεί η σούπα.

Κουράγιο. Σε όλους.


Υ.Γ. Η δικαιοσύνη έχει πλέον μόνο την ψυχή της ως δεκανίκι, την δημοσίευση όπως είπε ο Μάγερ. Το κορμί της το τσακίσαμε πολλά χρόνια τώρα όλοι μας. Όσο για την ψυχή της, είναι μαύρη εκ γενετής. Απλό συμπέρασμα: ποτέ δεν υπήρξε δικαιοσύνη, ούτε πρόκειται να υπάρξει. Γιατί άλλωστε; Αφού εμείς οι ίδιοι είμαστε άδικοι με τους δίκαιους.

3/12/10

Δεκέμβρης 1944



Απόσπασμα από την κυνική αλληλογραφία του Τσώρτσιλ με τους Σκόμπι και Λίπερ (5-12-1944) όταν σφοδρές μάχες εξελίσσονταν στην Αθήνα και ο ΕΛΑΣ είχε προωθηθεί σε όλα τα σημεία εκτός από το τρίγωνο «Κολωνάκι-Σύνταγμα-Μ. Βρετανία». Το ξενοδοχείο είχε μετατραπεί σε στρατηγείο των νέων κατακτητών και πρώην «συμμάχων».


Έδωσα οδηγίες στον στρατηγό Ουίλσον να βεβαιωθεί ότι έχουν μείνει υπό τις διαταγές σας όλες οι δυνάμεις και σας στέλνονται ενισχύσεις.

Είσθε υπεύθυνος για την τήρηση της τάξεως στην Αθήνα και πρέπει να εξουδετερώσετε ή να συντρίψετε όλες τις ομάδες του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ που θα πλησιάσουν προς την πόλη. Μπορείτε να εφαρμόσετε ο,τι μέτρα θέλετε για τον αυστηρό έλεγχο των δρόμων ή για τη σύλληψη οποιουδήποτε αριθμού ταραξιών. Ο ΕΛΑΣ, φυσικά, θα προσπαθήσει να βάλει γυναίκες και παιδιά σαν εμπροσθοφυλακή, εκεί όπου είναι πιθανά να ανοιχτεί πυρ. Αντιμετωπίστε το έξυπνα και μην κάνετε λάθη. Αλλά μη διστάσετε να πυροβολήσετε κατά οποιουδήποτε ενόπλου ο οποίος επιτίθεται κατά της βρετανικής εξουσίας ή της ελληνικής εξουσίας με την οποία συνεργαζόμαστε, θα ήταν καλό, βεβαίως, αν η διοίκησή σας ενισχυόταν με το κύρος κάποιας ελληνικής κυβερνήσεως και ο Λίπερ θα ζητήσει από τον Παπανδρέου να παραμείνει στη θέση του και να βοηθήσει. Μην διστάζετε, πάντως, να ενεργείτε σαν να βρίσκεστε σε κατεχόμενη πόλη όπου έχει ξεσπάσει τοπική εξέγερση.

Πρέπει να είστε, βέβαια, σε θέση να δώσετε με τα τεθωρακισμένα σας ένα μάθημα στις ομάδες του ΕΛΑΣ πού θα πλησιάσουν από τα περίχωρα. Αυτά θα κάνει για τις άλλες απίθανη την περίπτωση να προσπαθήσουν να δράσουν. Μπορείτε να βασίζεστε στην υποστήριξή μου για οποιαδήποτε λογική και συνετή ενέργεια που θ' αναλάβετε σ' αυτή τη βάση. Πρέπει να κρατήσουμε και να κυριαρχήσουμε στην Αθήνα, θα ήταν σημαντικό αν αυτό το πετυχαίναμε χωρίς αιματοχυσία, αν είναι δυνατόν, αλλά επίσης και με αιματοχυσία, αν είναι αναγκαίο.

Δεν είναι τώρα καιρός για τσαλαβουτήματα στην ελληνική πολιτική ή για φαντασιώσεις, ότι τάχα οι Έλληνες πολιτικοί των διαφόρων αποχρώσεων μπορούν να επηρεάσουν την κατάσταση. Δεν πρέπει να ανησυχείτε για τη σύνθεση της ελληνικής κυβερνήσεως. Αυτή τη στιγμή πρόκειται για ζήτημα ζωής η θανάτου […]

Κι έτσι έγινε. Πριν καλά καλά απελευθερωθεί η Αθήνα βρίσκεται υπό νέα κατοχή. Χιλιάδες άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους, κι άλλοι τόσοι συλλαμβάνονται και προωθούνται με πλοία στην αφρικανική Ελ Ντάμπα, μετά από προσωρινή κράτηση στο Γουδί. Οι εναπομείναντες έχουν να αντιμετωπίσουν σε μια πόλη-φάντασμα που καν δεν ηλεκτροδοτείται, την πείνα και τη δίψα. Κι έτσι φτάσαμε στη Βάρκιζα και στον Εμφύλιο και στις οκταετίες των «αειμνήστων γερόντων και μεσσιών» που «αποκατέστησαν τη Δημοκρατία», συντηρώντας το παρακράτος και τα ξερονήσια.






Δεν έχει όμως πια νόημα να ψάχνουμε γιατί φτάσαμε εκεί. Σημασία έχει να μην τους αφήσουμε να μας φτάσουν ξανά. Να αναγνωρίσουμε ότι η «κατοχή» έχει πολλές μορφές. Χθες επιβαλλόταν με όπλα. Σήμερα επιβάλλεται με νόμους που έχουν τη σφραγίδα της πλειοψηφίας των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων. Χθες είχαν τα όπλα με τα οποία απελευθέρωσαν την χώρα, και υποχρεώθηκαν να τα ακουμπήσουν πάνω σε μια ελληνική σημαία. Την ίδια που σκέπασε τους Χίτες και απαγορεύθηκε να σκεπάσει τους αγωνιστές. Σήμερα το μόνο που μας απέμεινε είναι τα κεκτημένα μας και μας τα ζητάνε πάλι στο όνομα της σημαίας. Ας μην τους τα χαρίσουμε.
.
Πηγές
Βουρνάς Τ. (1999) Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, έκδ. 3η, τ. Γ΄, Αθήνα: Πατάκης, σ.σ. 450-451.
1918-1978 Ριζοσπάστης, Αθήνα: ΚΚΕ, σ. 106.

17/11/10

Από τη Χούντα στο Μνημόνιο, από το ΝΑΤΟ στο ΔΝΤ


17 Νοεμβρίου 1973

Ο κάθε άνθρωπος έχει ένα κύκλο δικό του από πράματα, από δέντρα, ζώα, ανθρώπους, ιδέες -και τον κύκλο τούτον έχει χρέος αυτός να τον σώσει. Αυτός, κανένας άλλος. Αν δεν τον σώσει, δεν μπορεί να σωθεί.

Είναι οι άθλοι οι δικοί του πού έχει χρέος να τελέψει προτού πεθάνει. Αλλιώς δε σώζεται.

Απόσπασμα από την «Ασκητική – Salvatores Dei» του Ν. Καζαντζάκη (εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, Αθήνα, 1971, σ. 87)

25/10/10

Τρεις κανόνες

Ιουδαϊκό παραμύθι

Βασίλι Καντίνσκι. Μπλε ουρανός. 1940. Λάδι σε καμβά. Μουσείο Πομπιντού, Παρίσι.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ένας κυνηγός κατόρθωσε να παγιδεύσει το πιο έξυπνο πουλί της πλάσης, που εκτός των άλλων μιλούσε 70 γλώσσες! Εκείνο, όταν είδε ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει από την αιχμαλωσία, αποφάσισε να ανταλλάξει την ελευθερία του.

«Απελευθέρωσέ με», του είπε, «κι εγώ θα σου διδάξω τρεις αρχές που θα σου φανούν πάρα πολύ χρήσιμες στη ζωή σου».
«Πες μου αυτούς τους κανόνες, κι εγώ θα σε αφήσω να φύγεις», απάντησε ο κυνηγός.
«Ορκίσου πρώτα ότι θα τηρήσεις το λόγο σου», ανταπάντησε το έξυπνο πουλί.

Και όταν ο κυνηγός ορκίστηκε να κρατήσει την υπόσχεσή του, το πουλί είπε: «Ο πρώτος κανόνας μου είναι: Ποτέ μην μετανιώνεις για κάτι που έχει συμβεί. Ο δεύτερος κανόνας συμπεριφοράς είναι: Μην πιστεύεις αυτό που είναι αδύνατο και πέρα από το αποδεκτό. Τέλος, ο τρίτος κανόνας μου είναι: Ποτέ μην προσπαθείς για κάτι που είναι ανέφικτο».

Τελειώνοντας το πουλί με τις συμβουλές του, υπενθύμισε στον κυνηγό τον όρκο του και του ζήτησε να το απελευθερώσει. Έτσι, κι έγινε. Εκείνος άνοιξε το κλουβί και το άφησε να πετάξει μακριά από την αιχμαλωσία του.

Εκείνο πήγε κι έκατσε στην κορφή του ψηλότερου δέντρου, φώναξε τον κυνηγό να έρθει από κάτω και με κοροϊδευτική φωνή του είπε: «Κουτέ άνθρωπε, με άφησες να φύγω μη γνωρίζοντας ότι έχω κρυμμένο στο σώμα μου ένα μαργαριτάρι που είναι και η αιτία της μεγάλης σοφίας μου».

Στο άκουσμα των λόγων αυτών ο κυνηγός μετάνιωσε πικρά που το ελευθέρωσε και αμέσως όρμηξε στο δέντρο προσπαθώντας να σκαρφαλώσει στην κορφή του. Το αποτέλεσμα ήταν να πέσει και να σπάσει και τα δυο του πόδια.

Τότε το πουλί γελώντας του φώναξε: «Κουτέ άνθρωπε, δεν έχει περάσει καλά-καλά ούτε μια ώρα από τη στιγμή που σου είπα τους τρεις σοφούς κανόνες, και τους ξέχασες ήδη! Σου είπα ποτέ να μην μετανιώνεις για ό,τι έγινε. Σου είπα ποτέ να μην πιστεύεις κάτι που είναι αδύνατο, κι εσύ υπήρξες τόσο εύπιστος! Πίστεψες ότι μπορεί να υπάρχει στο σώμα μου ένα τόσο πολύτιμο μαργαριτάρι. Ένα φτωχό, πουλί του δάσους είμαι μόνο, που ψάχνω την τροφή μου. Και τελικά, εγώ ποτέ δεν κυνήγησα το ανέφικτο, ενώ εσύ προσπάθησε να πιάσεις με τα χέρια σου ένα πουλί και τώρα βρίσκεσαι κάτω έχοντας σπασμένα και δυο σου πόδια. Είναι αυτό που λένε: “Μια επίπληξη σε έναν σοφό άνθρωπο έχει περισσότερα αποτελέσματα από εκατό ραβδίσματα σε έναν ανόητο.” Δυστυχώς, όμως, εσύ δεν αποτελείς εξαίρεση, μια και υπάρχουν πολλοί ανόητοι άνθρωποι όπως εσύ».

Πηγή: D. L. Ashliman's folktexts
Απόδοση: α.μ.

29/9/10

Πρώτα πεθαίνει η ψυχή

Στη μνήμη των σφαγιασμένων συντοπιτών μας στις 29 Σεπτεμβρίου 1944 στο Αιγάλεω από Γερμανούς και ταγματασφαλ(ή)τες που προθερμαίνονταν ήδη από μήνες, για τα Δεκεμβριανά.


Για τη μνήμη των κοιμισμένων. Φωτογραφία από τα Δεκεμβριανά (1944).

[…] Αυτό που ζούμε δεν είναι ο κόσμος,
τ' απομεινάρια του είναι στα νύχια και στα δόντια μας.
Νιώθουμε βρώμικοι, αλλά είναι χορταστικό:
έστω, παρήγορο, αν πρόκειται να πεθάνεις
σαν λύκος χωρίς κυνόδοντες.
Μιλάμε, αλλά απευθυνόμαστε στον εαυτό μας.
Τόσο μοναχικοί την ώρα του θριάμβου,
τόσο λίγο γενναιόδωροι με τα κίνητρά μας.
Σαν να μάς φωτογραφίζει η ίδια η ιστορία
για λίγα κέρματα, σε κάποιο ήδη
παρηκμασμένο θέρετρο, τελευταία φορά. […]

[…] Το κοπάδι μαζεύεται στο μαντρί.
Ξεχνάει τί σημαίνει χθες, σήμερα, αύριο.
Τρώει, ξαπλώνει, χωνεύει.
Η ευτυχία δεν είναι ελπίδα πια, είναι επιδίωξη.
Ξηλώσαμε τον ύπνο μας,
για να μπαλώσουμε τα κουρέλια της μέρας. […]

Γιώργος Μπλάνας
Ι: Εγκληματίας
Απόσπασμα, όπως και ο τίτλος

23/9/10

Είμαστε πολλοί

Πάβλο Νερούδα (1904-1973)

Τον τελευταίο καιρό, παρόλα όσα βιώνουμε, διαβάζουμε, ακούμε και βλέπουμε, διαπιστώνεται μια περίεργη τάση φλύαρης… σιωπής. Οξύμωρο φαίνεται, ωστόσο, σαν πριν από καταιγίδα μοιάζει η στάση των ανθρώπων στους εργασιακούς χώρους, στους δρόμους, στα μαγαζιά, στο διαδίκτυο, παντού. Όλοι έχουν να πουν πολλά, αλλά σκέφτονται λίγα. Και εν μέσω αυτού του κλίματος που ενισχύεται από τις συνεχιζόμενες εκπτώσεις στη ζωή μας και από ειδήσεις-αποκαλύψεις ενεργειών που θυμίζουν μακρινές δεκαετίες (ή έτσι πιστεύαμε τουλάχιστον) υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που αντιπαλεύονται την ίδια τους τη σάρκα ή και ακόμα χειρότερα βρίσκουν απάγκιο σε όψιμους επαναστάτες, μέχρι χθες στυλοβάτες του συστήματος που μας κατάπιε. Δεν είναι και λίγοι βέβαια εκείνοι που επιλέγουν, εντίμως θα έλεγα, το δρόμο του «αυτομαστιγώματος» αλλά και ευτυχώς λιγότεροι όσοι συνεχίζουν την προβοκάτσια τους -κατά κανόνα ανώνυμη και διαδικτυακή- με ανούσιες, ανώφελες και μη υποστηριζόμενες ιστορικά αναφορές στο παρελθόν σε μια προσπάθεια να επιβιώσουν στη λούφα τους και την «αριστερή» παραλλαγή τους.

Ευτυχώς, είναι πολλοί περισσότεροι όσοι επανατοποθετούνται και συστρατεύονται κατά του ενός και κοινού εχθρού που αυτή τη στιγμή έχει εξαπολύσει τη μεγαλύτερη ίσως επίθεση στην ιστορία, κατά της ζωής μας και της ζωής των παιδιών μας. Των παιδιών που, ακόμη περισσότερο ευτυχώς, είναι πιο τολμηρά, πιο μαχητικά και πιο διεκδικητικά απ΄ όσο εμείς πιστεύουμε.

Σε αυτά τα παιδιά και ιδιαίτερα στον Κωστή, που με εκπλήσσει με την πολιτική ωριμότητά του, είναι αφιερωμένο το ακόλουθο ποίημα του Πάβλο Νερούδα ο οποίος πέθανε πριν από 37 χρόνια (23 προς 24 Σεπτεμβρίου 1973). Το ποίημα ανήκει στην ενότητα «Εστραβαγάριο» (Παραδοξολόγιο) που γράφτηκε το 1958, χρονιά του έρωτα Νερούδα-Ματίλντε και σηματοδότησε την αναγνώριση του ποιητή εντός και εκτός Χιλής. Η μετάφραση είναι, ασφαλώς, της Δανάης Στρατηγοπούλου που αφιέρωσε τη δουλειά της (1966) στον παιδικό της φίλο Γιάννη Ρίτσο, την ποίηση του οποίου αγαπούσε παθιασμένα ο Πάβλο Νερούδα. Εξάλλου οι δύο σπουδαίοι αυτοί άνθρωποι και ποιητές θαύμαζαν πολύ ο ένας τον άλλο.




ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΟΛΛΟΙ

Από τους τόσους ανθρώπους που είμαι,
που είμαστε
κανέναν δεν μπορώ να βρω:
μου χάνονται κάτω από τα ρούχα
φύγανε γι' άλλη πολιτεία.

Όταν το κάθε τι έχει ετοιμαστεί
για να δείξω έξυπνος
ο ανόητος που κρύβεται μέσα μου
παίρνει το λόγο στο στόμα μου.

Άλλες φορές με παίρνει ο ύπνος
ενώ βρίσκομαι με την εκλεκτή κοινωνία,
κι όταν γυρεύω μέσα μου τον τολμηρό
ένας δειλός που δεν τον ξέρω
τρέχει με το σκελετό μου να πάρει
χίλιες αβρές προφυλάξεις.

Όταν καίγεται ένα ευυπόληπτο σπίτι
αντί για τον πυροσβέστη που φωνάζω
σπεύδει ο εμπρηστής,
κι αυτός είμαι εγώ. Δεν έχω γιατρειά.

Τι πρέπει να κάνω για να περισυλλέγω;
Πώς μπορώ να επανορθωθώ;

Όλα τα βιβλία που διαβάζω,
υμνολογούν λαμπρούς ήρωες,
πάντα βέβαιους για τον εαυτό τους:
πεθαίνω για δαύτους από ζήλεια
και στις ταινίες με ανέμους και σφαίρες
λιώνω από φθόνο για τον καβαλάρη,
κάθομαι και θαυμάζω το άλογο.

Αλλά μόλις ζητήσω του απτόητου να βγει,
μου ξεφυτρώνει ένας γεροτεμπέλης.
Κι έτσι δεν ξέρω ποιος είμαι,
δεν ξέρω πόσοι είμαι ή είμαστε,
θα μ' άρεσε να πατήσω ένα κουμπί
και να βγάλω το εμένα το αληθινό
γιατί αν με χρειάζομαι δεν πρέπει να με εξαφανίσω.

Ενόσο γράφω είμαι απών,
κι όταν επιστρέψω έχω κι όλας φύγει:
πάω να δω αν και στους άλλους ανθρώπους
συμβαίνει αυτό που συμβαίνει σε μένα,
αν είναι τόσοι όπως είμαι γω,
αν μοιάζουν με τους εαυτούς τους,
κι όταν θα το 'χω εξακριβώσει,
θα μάθω τόσο καλά τα πράματα
που για να εξηγήσω τα προβλήματα μου
θα σας μιλώ για γεωγραφία.


Συμπληρωματικά παρατίθεται το κείμενο της μεταφράστριας με βιογραφικά στοιχεία του μεγάλου Χιλιανού ποιητή, που γράφτηκε, προφανώς, μία εβδομάδα μετά τον θάνατό του. Επιπλέον πληροφορίες για την πολιτική κατάσταση στη Χιλή εκείνη την εποχή και τις συνθήκες θανάτου του Νερούδα μπορείτε να διαβάσετε και στην Βικιπαίδεια όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται και το εξής αμίμητο σχετικά με τη σύλληψη του κομμουνιστή ποιητή από τη Χούντα του Βιντέλα: «Όταν ο Πρόεδρος Γκονζάλες Βιντέλα απαγόρευσε τον κομουνισμό στη Χιλή,…». Ναι, έτσι ακριβώς όπως λέμε «απαγόρευσαν τη χρήση των κινητών κατά την οδήγηση….» και με ένα «μ» παρακαλώ!

Η παρατήρηση αυτή αφιερώνεται εξαιρετικά σε ορισμένους, λίγους, από τους προαναφερόμενους λουφαδόρους, σταχτοπούτες της «αριστεράς» που βρήκαν καιρό κατάλληλο να χλευάσουν την αντικομμουνιστική προπαγάνδα την οποία έχει εξαπολύσει η Ε.Ε. και με πίκρα σε εκείνους που ενώ έχουν τη διαύγεια και το θάρρος να «αυτομαστιγωθούν» για τις «πράσινες» επιλογές του κόμματός τους, υποστηρίζουν τη χλεύη κάνοντας μάλιστα χρήση στίχων του Γιάννη Ρίτσου. Αν μη τι άλλο ίσως θα έπρεπε να σκεφτούν τι γράφουν και πώς το γράφουν πριν πατήσουν το πλήκτρο αποστολής του σχολίου τους. Ποτέ όμως, γι΄ αυτούς δεν είναι αργά. Όσο για τους άλλους, όταν βρεθεί το γοβάκι τους δεν θα υπάρχει.. πρίγκιπας να τους το δώσει… Και καθώς φαίνεται, από τα μεγαλοπρεπή ψευδώνυμά τους, αγαπούν τα βασίλεια και τα πριγκιπάτα.

Ο Πάβλο Νερούδα και η Δανάη Στρατηγοπούλου

Ο Νεφταλί Ρικάρντο Ελιέσερ Βασοάλτο, δηλαδή ο Πάβλο Νερούδα, γεννιέται στις 12 Ιουλίου του 1904 στο Παρράλ, κώμη του νομού Λινάρες της Νότιας Χιλής, από τη Δόνια Ρόσα Βασοάλτο ντε Ρέγιες, δασκάλα και τον Δον Χοσέ ντελ Κάρμεν Ρέγιες Μοράλες, τροχιοδρομικό οδηγό. Τον Αύγουστο πεθαίνει ο Δόνια Ρόσα. Το 1906 ο Δον Χοσέ ντελ Κάρμεν μεταφέρεται στο Τεμούκο, πρωτεύουσα του νότιου νομού Καουτίν, με το γιο του.

Εκεί παντρεύεται για δεύτερη φορά με την Δόνια Τρινιδάδ Κάντια Μαρβέρδε. (Το επίθετο «Κάντια» αποδείχνει την ελληνική καταγωγή της μυτριάς του Νερούδα η οποία πρέπει να ήταν απόγονος του Δον Χουάν Μαρτίν ντε Κάντια, μοναδικού Έλληνα, και μάλιστα Κρητικού, που έφτασε ως τη Χιλή με τους Ισπανούς κονκισταδόρες του 16ου αιώνα, όπως αποδεικνύει ο ερευνητής Λουίς Ροβέρτο Βέρα. Από τον ίδιο αυτό Κρητικό κατάγεται και ο ιδρυτής της νεώτερης Χιλής Δον Βερνάρδο Ο' Χίγινς).

Ο Πάβλο Νερούδα το 1910 μπαίνει στο Λύκειο Αρρένων του Τεμούκο, όπου πραγματοποιεί όλες τις σπουδές του, τελειώνοντας το γυμνάσιο το 1920. Στις 18 Ιουλίου του 1917 δημοσιεύεται στην Εφημερίδα «Λα Μανιάνα» («το Πρωί») του Τεμούκο ένα άρθρο με τον τίτλο «Ενθουσιασμός και Καρτερία» εμπνευσμένο από την περίφημη στροφή του Ρεμπώ «με φλογερή υπομονή.... θα μπορέσουμε να μπούμε στις λαμπρές πολιτείες» το οποίο υπογράφει ως Ντεφαλί Ρέγιες. Είναι το πρώτο δημοσίευμα του ποιητή που τότε είναι 13 χρονών.

Στις 30 Νοεμβρίου του 1918 δημοσιεύεται στο περιοδικό «Κόρρε - Βουέλα» («Τρέχα Πέτα») του Σαντιάγο στο τεύχος υπ' αριθ. 566, το ποίημα «Τα Μάτια μου» υπογραμμένο από τον Νεφταλί Ρέγιες. Την ίδια χρονιά εμφανίζονται τρία ποιήματα του ακόμα στην ίδια επιθεώρηση και άλλα σε διάφορες λογοτεχνικές επιθεωρήσεις των σπουδαστών του Τεμούκο. Το 1919 δημοσιεύει δεκατρία ποιήματα στο «Κόρρε Βουέλα». Συνεργάζεται στο «Σέλβα Αουστράλ» («Νότιος Δρυμός») του Τεμούκο. Δημοσιεύει σε περιοδικά του Τσιγιάν και της Βαλντίβια, (μεγάλες πόλεις της κεντρονότιας Χιλής), χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα. Συμμετέχει στα Ανθεστήρια του Μάουλε (νομός παρωκεάνιος της Χιλής) με το ποίημα του «Νοκτούρνο Ιδεάλ» και κερδίζει το τρίτο βραβείο.

Το ψευδώνυμο Πάβλο Νερούδα το υιοθετεί οριστικά για τις δημοσιεύσεις του τον Οκτώβρη του 1920. Το «Νερούδα», όπως έχει πει ο ίδιος, το διάλεξε γιατί διάβασε κείμενα του Τσέχου Γιαν Νερούδα, και του είχε πολύ αρέσει το επίθετο αυτό. Όσο για το όνομα Πάβλο το πήρε για τον ίδιο λόγο, δηλαδή το εύρισκε πολύ ωραίο. Τίποτε άλλο δεν τον συνέδεσε με το ονοματεπώνυμο αυτό έξω από την ακουστική και οπτική του αρμονία. Στις 28 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου κερδίζει το πρώτο βραβείο στη «Φιέστα ντε λα Πριμαβέρα» («Γιορτή της Άνοιξης») στο Τεμούκο. Τον ίδιο χρόνο είναι πρόεδρος του περιοδικού «Ατενέο Λιτεράριο» («Φιλολογικό Αθηναίο») του Λυκείου του Τεμούκο και αντιγραμματέας των σπουδαστών του νομού Καουτίν. Ετοιμάζει δυο βιβλία: «Τα Παράξενα Νησιά» και τις «Ανώφελες Ταλαιπωρίες» που δεν δημοσιεύει. Μέρος αυτών των βιβλίων θα συμπληρώσει τη σύνθεση του πρώτου του βιβλίου «Κρεπουσκουλάριο» (παιγνίδι πάνω στη λέξη Κρεπούσκουλο, να λέμε «Δειλινένιο» από τη λέξη «δειλινό», αλλά ποτέ «ηλιοβασιλέματα» που γράφει κάποιος αυθαίρετος μεταφραστής). Το 1921 ταξιδεύει στο Σαντιάγο και σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο καθηγητής της Γαλλικής Φιλολογίας. Στις 14 Οκτωβρίου αυτού του χρόνου παίρνει το πρώτο βραβείο της Ομοσπονδίας Σπουδαστών της Χιλής για το ποίημά του «Λα Κανσιόν ντε λα Φιέστα» («το Τραγούδι της Γιορτής») που είναι δημοσιευμένο στο περιοδικό «Χουβεν-τούδ» («Νιάτα») της Ομοσπονδίας Σπουδαστών.

Το 1922 συνεργάζεται στο περιοδικό «Κλαριδάδ» («Φέγγος»), επίσημο όργανο της Ομοσπονδίας Σπουδαστών, Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου η φιλολογική ομάδα «Βρέμια» πατρονάρει μιαν ανάγνωση ποιημάτων των ποιητών Χοακίν Σιφουέντες, Ρ. Μονεστιέρ, Αλβέρτο Ρόχας Χιμένες και Πάβλο Νερούδα. Τα ποιητικά αυτά ρεσιτάλ συνεχίζονται. Τον Οκτώβριο το περιοδικό «Λος Τιέμπος» («Οι Καιροί») του Μοντεβίδεο, πρωτεύουσας της Ουρουγουάης, αφιερώνει ένα τεύχος στη νεαρή χιλιανή ποίηση, όπου παρουσιάζει τον Νερούδα. Τον Αύγουστο του 1923 εμφανίζεται η αρχική έκδοση του «Κρεπουσκουλάριο».

Το περιοδικό «Διονύσιος» που διευθύνεται από τον Αλίρο Ογιαρσούν, δημοσιεύει τέσσερα ποιήματα του. Τα τρία τελευταία θα περιληφθούν στον «Ελ Οντέρο Εντουσιάστα» («Ο Ένθους Σφενδονιστής»), βιβλίο με τίτλο που δείχνει την κλασσική κουλτούρα του έθνους και την παραδοσιακή σφεντόνα, που ήταν όπλο των προγόνων του, που γράφτηκε εκείνη την εποχή, αλλά δεν δημοσιεύτηκε μέχρι το 1933. Τον ίδιο χρόνο βρίσκουμε διάφορες συνεργασίες του στο περιοδικό «Κλαριδάδ» με το ψευδώνυμο «Σάτσκα» που είναι λογοτεχνική κριτική. Μερικά από τα δημοσιευμένα ποιήματα τούτης της χρονιάς θα ενσωματωθούν στο κοσμαγάπητο βιβλίο του «Βέιντε Ποέμας ντε αμόρ υ ούνα κανσιόν ντεσεσπεράδα» («Είκοσι Ποιήματα Αγάπης και Ένα Τραγούδι Απελπισμένο), όπως π.χ. το «Ποίημα 20» που λεγόταν «Θλίψη στον Όχτο της Νύχτας».

Το 1924 είναι η χρονιά των Είκοσι ποιημάτων Αγάπης και του Απελπισμένου του Τραγουδιού. Το τυπώνει ο μεγάλος εκδοτικός οίκος «Νασιμέντο». Ταυτόχρονα δίνει στην ίδια Εκδότρια «Εκλεκτές σελίδες του Ανατόλ Φρανς» με πρόλογο, επιλογή και μετάφραση δικιά του. Τον ίδιο χρόνο στην εφημερίδα του Σαντιάγο «Λα Νασιόν» («Το Έθνος»),δημοσιεύεται γράμμα του πάνω στο βιβλίο του «Είκοσι Ποιήματα Αγάπης και ένα Τραγούδι Απελπισμένο», όπου εξηγεί τη διαδικασία της δημιουργίας του.

Ο Πάβλο Νερούδα είναι μεγάλος ποιητής του 20ού αιώνα και ένας από τους μεγαλύτερους όλων των εποχών. Γεννήθηκε στη Χιλή. Λάτρεψε την πατρίδα του και την τραγούδησε με το ίδιο πάθος που τραγούδησε το σεβασμό στον άνθρωπο και στην ελευθερία της πατρίδας.

Πέθανε στη Χιλή. Πρεσβευτής όντας στο Παρίσι γύρισε σ' αυτήν, άρρωστος και αντί να ξαναφύγει για το Παρίσι σε στιγμές κινδύνου, προτίμησε να μείνει και να χαθεί κοντά της. Αυτό συνέβη την περασμένη βδομάδα, στις 24 Σεπτεμβρίου του 1973, στις 4.30' το πρωί. Ήταν μόνο 69 χρονών.

Είχε τιμηθεί με όλα τα βραβεία Ειρήνης: το Νόμπελ, το Ζολιό - Κουρί, το Λένιν, Εθνικά Αριστεία Γραμμάτων, Ενώσεων Συγγραφέων κτλ.

Τα χρήματα του, που όλα προέρχονται μόνο από την ποίηση του ξόδευε αγοράζοντας βιβλία που τελικά αποτέλεσαν τη θαυμάσια «Βιβλιοθήκη Π. Νερούδα», που εδώρησε στο Πανεπιστήμιο της Χιλής στο Σαντιάγο. Εκείνο με τη σειρά του τιμώντας το εξαίρετο παιδί της, ίδρυσε το «Ινστιτούτο Πάβλο Νερούδα για τη μελέτη της Ποίησης», επί της υπουργείας στην παιδεία του δον Χουάν Μίγιας.

Σε ολόκληρη την ισπανόγλωσση Αμερική, βόρεια, κεντρική και νότια, δυο είναι τα Νόμπελ Ποίησης: και τα δυο τα έχει η Χιλή, το πρώτο πήρε στα 1945 η Γαβριέλα Μιστράλ, δασκάλα και δασκάλα του Νερούδα στα δέκα του χρόνια και το δεύτερο ο Πάβλο Νερούδα το 1971. Η ποίηση του, απέραντη, αγκάλιασε τα πάντα, τον άνθρωπο μόνο του, τον άνθρωπο με τον άνθρωπο, τον άνθρωπο με την κοινωνία, τον άνθρωπο με το σύμπαν.

Γι' αυτό είναι τα πάντα: είναι ερωτική, πολιτική, φιλοσοφική, χιουμοριστική, ρωμαντική, κλασσική, μπαρόκκο... Έτσι είναι: Βαθύς και πλατύς σαν τη Δημιουργία. Χαρακτηριστική η απάντηση που δίνει σε ένα χρονογράφημα του: Ποιος θάναι ο πιο μοντέρνος ποιητής του έτους 2000; Μα, ο παππούς! Ο Όμηρος!

Ήταν ακούραστος, ζωηρός, γοητευτικός, νταντελένιος διπλωμάτης και ακόμα πιο νταντελένιος εραστής. Από κει βγήκαν τα σχεδόν εφηβικά αριστουργηματικά του «Είκοσι Ποιήματα Αγάπης και ένα Τραγούδι Απελπισμένο», τα «Εκατό Σονέττα για τη Ματίλντε», το «Όλος ο Έρωτας» κτλ.

Η καρδιά μας είναι βαρεία για τον τραγικό θάνατο του. Μα η πίστη μας είναι ακλόνητη πως το έργο του και ο βίος του κρατάνε ακοίμητη την προσπάθεια για την ανθρωποποίηση του ανθρώπου. Κάπου λέει: «Δεν μπορώ όταν οι άνθρωποι δεν είναι άνθρωποι» και κάπου αλλού: «θέλω ο άνθρωπος να είναι άνθρωπος».

Τούτη τη στιγμή η πίστη και η πίεση του υπέροχου Χιλιανού Λαού κατάφερε, ύστερα από τόσα χρόνια στυγνής δικτατορίας, να πουλιέται ο Νερούδα σα να μη συνέβαινε τίποτα. Η Ματίλντε Ουρρούτια, η γλυκεία ηρωική και πιο τραγουδισμένη γυναίκα σ' όλη την Ιστορία της ποίησης, κατάφερε να σώσει το σπίτι της Ίσλα Νέγρα και να στέκει -δωρική κολώνα- αγέρωχη μπροστά στο ξεδοντιασμένο θηρίο του αποικιοκρατικού αίσχους, δεν μπορεί να βλάψει πια ούτε τη μνήμη -το προσπάθησε- ούτε το έργο του Ποιητή.

Δανάη

Πηγές
- Πάβλο Νερούδα, Εστραβαγάριο, Μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου, Εκδόσεις Ζυγός.
- Πάβλο Νερούδα, Ανθολόγιο – Είκοσι Ποιήματα Αγάπης και Ένα τραγούδι Απελπισμένο, Μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου, Εκδόσεις Ζυγός.

Σχετικοί Σύνδεσμοι
- Πάβλο Νερούδα, Βικιπαίδεια.
- Δανάη Στρατηγοπούλου: «Αηδόνι» του τραγουδιού και του αγώνα, Ριζοσπάστης, 20-01-2009.

19/9/10

Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης

Επικουρώντας την προσπάθεια μιας φίλης να εκπονήσει μια ακαδημαϊκή εργασία το θέμα της οποίας εστιάζει στην οικονομική κρίση και στην Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση μου δόθηκε η ευκαιρία να διαβάσω διάφορα συγγράμματα σχετικά με την τρέχουσα κρίση, τις επιπτώσεις της αλλά και την ιστορία των οικονομικών «πανικών», που ως γνωστόν ούτε λίγοι ήταν, ούτε άσχετοι με τον καπιταλισμό. Από τα βιβλία αυτά ξεχώρισα το «2010 Κρίση Ευρωζώνης: Φτώχεια του Δυνατού, Πτώχευση του Αδυνάτου» [1] για την (εν μέρει) μαρξιστική προσέγγιση των πραγμάτων, και το «Η Οικονομική Κρίση» για τη σαφήνεια των ερωτημάτων και την ισχυρή επιχειρηματολογία στην υποστήριξη της άποψης ότι η κρίση αποτελεί εγγενές φαινόμενο του καπιταλισμού. Εξ ανάγκης ανέτρεξα και στην ιστορία των κρίσεων του καπιταλιστικού συστήματος από την οποία συγκράτησα την περιοδικότητα, τη σχέση με τους πολέμους αλλά και την αδιατάρακτη σχέση με τη Γερμανία και τις ΗΠΑ, όπως και τις επιπτώσεις, που μπορεί να δίνονται σε αριθμούς ωστόσο, αντιστοιχούν σε ζωές. Στο τέλος, όταν σημείωσα όσα χρειαζόταν η εργασία, αποφάσισα να προτείνω στη φίλη πριν την ολοκληρώσει να ρίξει μια ματιά στο ακόλουθο κείμενο.

Με κίνδυνο να θεωρηθώ γραφική παραθέτοντας ξανά τις ομοιότητες των «πατερικών» κειμένων δηλαδή των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν, Στάλιν, κ.ά. μπήκα στον πειρασμό να αναδημοσιεύσω το κείμενο του Β. Ι. Λένιν για τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης [3] το οποίο έχει γραφεί πριν από 100 περίπου χρόνια. Αν εξαιρέσουμε:

(α) τις πολιτειακές αλλαγές –τις εσωτερικές δηλαδή γιατί τα περισσότερα τέως αυτοκρατορικά κράτη εξακολουθούν να επιδεικνύουν ηγεμονισμό σε μικρότερα,
(β) τις αλλαγές τετραγωνικών χιλιομέτρων και πληθυσμών –δεν θα έλεγα γεωπολιτικές για τον παραπάνω λόγο,

το κείμενο του Λένιν θαρρείς να έχει γραφτεί στα χρόνια μας. Το αφήνω, πάντα, και στη δική σας κρίση όπως το βρήκα μεταφρασμένο στο Αρχείο Μαρξιστών.




Το σύνθημα για τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης
Β.Ι. Λένιν


Στον αριθ. 40 της Sotsial-Demokrat εκθέσαμε ότι μια διάσκεψη των ομάδων του Κόμματός μας στο εξωτερικό είχε αποφασίσει να αναβάλει την ερώτηση για το σύνθημα των «Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» εν αναμονή μιας συζήτησης  στον τύπο, σχετικά με την οικονομική πτυχή του θέματος.

Στη διάσκεψή μας η συζήτηση σχετικά με αυτήν την ερώτηση πήρε έναν καθαρά πολιτικό χαρακτήρα. Ίσως αυτό προκλήθηκε εν μέρει από το Μανιφέστο της Κεντρικής Επιτροπής διατυπώνοντας αυτό το σύνθημα ως ένα ειλικρινές πολιτικό (το άμεσο πολιτικό σύνθημα, όπως λέει εκεί) όχι μόνο προχώρησε το σύνθημα των δημοκρατικών Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, αλλά ρητώς υπογράμμισε ότι αυτό το σύνθημα είναι χωρίς νόημα και ψεύτικο «χωρίς την επαναστατική ανατροπή των γερμανικών, αυστριακών και ρωσικών μοναρχιών».

Θα ήταν αρκετά λανθασμένο να αντιτεθεί σε μια τέτοια παρουσίαση της ερώτησης μέσα στα όρια μιας πολιτικής αξιολόγησης αυτού του συνθήματος -π.χ., για να συζητήσει πως κρύβει ή αποδυναμώνει, κ.λπ., το σύνθημα της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Οι πολιτικές αλλαγές μιας αληθινά δημοκρατικής φύσης, και ειδικά οι πολιτικές επαναστάσεις, δεν μπορούν κάτω από καμία περίσταση είτε να κρύβουν είτε να αποδυναμώσουν το σύνθημα της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αντίθετα, το φέρνουν πάντα πιο κοντά, επεκτείνουν τη βάση του, και σύρουν νέα τμήματα των ασήμαντων αστών και των ημι-προλεταριακών μαζών στο σοσιαλιστικό αγώνα. Αφ' ετέρου, οι πολιτικές επαναστάσεις είναι αναπόφευκτες κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής επανάστασης, η οποία δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ενιαία πράξη, αλλά ως περίοδος ταραχωδών πολιτικών και οικονομικών αναστατώσεων, του εντονότερου ταξικού αγώνα, του εμφυλίου πολέμου, των επαναστάσεων, και των αντεπαναστάσεων.

Αλλά ενώ το σύνθημα των δημοκρατικών Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης –αν συνοδεύεται από την επαναστατική ανατροπή των τριών πιο αντιδραστικών μοναρχιών στην Ευρώπη, που ηγείται η Ρωσική-είναι αρκετά άτρωτο ως πολιτικό σύνθημα, ακόμα παραμένει ιδιαίτερα σημαντική η ερώτηση του οικονομικού περιεχομένου και της σημασίας του.

Από τη σκοπιά των οικονομικών συνθηκών του Ιμπεριαλισμού -π.χ., η εξαγωγή άνευ ενδιαφέροντος κεφαλαίου και η διαίρεση του κόσμου από τις «ανεπτυγμένες» και «πολιτισμένες» αποικιακές δυνάμεις, οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, κάτω από τον καπιταλισμό, είναι είτε αδύνατες είτε αντιδραστικές.

Το κεφάλαιο έχει γίνει διεθνές και μονοπωλητής. Ο κόσμος έχει κομματιαστεί από μια χούφτα Μεγάλων Δυνάμεων, δηλ., δυνάμεις επιτυχείς στην μεγάλη λεηλασία και καταπίεση των εθνών. Οι τέσσερις Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης -Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία και Γερμανία, με έναν συνολικό πληθυσμό μεταξύ 250.000.000 και 300.000.000, και μιας περιοχής περίπου 7.000.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων- κατέχουν αποικίες με έναν πληθυσμό σχεδόν 500 εκατομμυρίων (494.500.000) και μιας περιοχής 64.600.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, δηλαδή, σχεδόν η μισή επιφάνεια της υδρογείου (133.000.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, εξαιρουμένων των Αρκτικών και των Ανταρκτικών περιοχών). Προσθέστε σε αυτά τα τρία Ασιατικά κράτη - Κίνα, Τουρκία και Περσία, τώρα ενοικιαζόμενα κομματιαστά από τους κλέφτες που διεξάγουν έναν πόλεμο «απελευθέρωσης», δηλαδή, Ιαπωνία, Ρωσία, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία. Εκείνα τα τρία Ασιατικά κράτη, που μπορούν να αποκαλεστούν ημι-αποικίες (στην πραγματικότητα είναι τώρα 90 τοις εκατό αποικίες), έχουν έναν συνολικό πληθυσμό 360.000.000 και μια περιοχή 14.500.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων (σχεδόν ενάμισι φορές την περιοχή όλης της Ευρώπης).

Επιπλέον, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία έχουν επενδύσει κεφάλαιο στο εξωτερικό αξίας όχι λιγότερο από 70.000 εκατομμύρια ρούβλια. Η επιχείρηση της εξασφάλισης "νόμιμων" κερδών από αυτή την καθαρή μοιρασιά –αυτά υπερβαίνουν τα 3.000 εκατομμύρια ρούβλια ετησίως- από τις επιτροπές των εκατομμυριούχων, που είναι γνωστές ως κυβερνήσεις, οι οποίες είναι εξοπλισμένες με στρατούς και ναυτικά που παρέχουν στους γιους και τους αδελφούς των εκατομμυριούχων τις εργασίες στις αποικίες και τις ημι-αποικίες ως αντιβασιλείς, προξένους, πρεσβευτές, ανώτερους υπαλλήλους όλων των ειδών, κληρικούς, και
άλλες βδέλλες.

Έτσι είναι πως η λεηλασία περίπου χιλίων εκατομμυρίων από τον πληθυσμό της γης οργανώνεται από μια χούφτα Μεγάλων Δυνάμεων στην εποχή της μεγαλύτερης ανάπτυξης του καπιταλισμού. Καμία άλλη οργάνωση δεν είναι πιθανή κάτω από τον καπιταλισμό. Να αρνηθούν τις αποικίες, -τις σφαίρες επιρροής-, και την εξαγωγή του κεφαλαίου; Το να σκεφτούμε ότι είναι πιθανό, σημαίνει να κατεβούμε στο επίπεδο κάποιου μυξοκλαίγοντος εφημερίου που κάθε Κυριακή κηρύσσει στους πλουσίους τις υψηλές αρχές του Χριστιανισμού και τους συμβουλεύει να δώσουν στους φτωχούς, καλά, εάν όχι εκατομμύρια, τουλάχιστον αρκετά εκατοντάδες ρούβλια ετησίως.

Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης κάτω από τον καπιταλισμό είναι ισοδύναμες προς μια συμφωνία για διαίρεση των αποικιών. Κάτω από τον καπιταλισμό, εντούτοις, καμία άλλη βάση και καμία άλλη αρχή της μοιρασιάς δεν είναι πιθανή εκτός από την δύναμη. Ένας πολυεκατομμυριούχος δεν μπορεί να μοιραστεί το «εθνικό εισόδημα» μιας καπιταλιστικής χώρας με κανένα άλλον ειδάλλως σε αναλογία «με το κεφάλαιο που επενδύθηκε» (με ένα επίδομα που ρίχνεται μέσα, έτσι ώστε το μεγαλύτερο κεφάλαιο μπορεί να λάβει περισσότερο από το μερίδιό του).

Ο καπιταλισμός είναι η ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, και η αναρχία στην παραγωγή. Η υπεράσπιση μιας «δίκαιης» μοιρασιάς του εισοδήματος σε μια τέτοια βάση είναι καθαρός Προυντονισμός, ηλίθιος φιλισταιισμός.

Καμία μοιρασιά δεν μπορεί να επηρεαστεί ειδάλλως από την «αναλογία στην δύναμη», και τις αλλαγές της δύναμης με τη πορεία της οικονομικής ανάπτυξης. Μετά από το 1871, το ποσοστό της Γερμανίας σε άνοδο δύναμης ήταν τρεις ή τέσσερις φορές γρηγορότερο από αυτό της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, και της Ιαπωνίας και δέκα φορές τόσο γρήγορο όσο της Ρωσίας.

Δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει κανένας άλλος τρόπος για να δεις την πραγματική δύναμη ενός καπιταλιστικού κράτους εκτός τον πόλεμο. Ο πόλεμος δεν έρχεται σε αντίθεση με τις βασικές αρχές της ιδιωτικής ιδιοκτησίας - το αντίθετο, είναι μια άμεση και αναπόφευκτη έκβαση εκείνων των βασικών αρχών.

Κάτω από τον καπιταλισμό η ομαλή οικονομική ανάπτυξη ατομικών επιχειρήσεων ή ατομικών κρατών είναι αδύνατη. Κάτω από τον καπιταλισμό, δεν υπάρχει κανένα άλλο μέσο για την αποκατάσταση της περιοδικά ενοχλημένης ισορροπίας από τις κρίσεις στη βιομηχανία και τους πολέμους στην πολιτική.

Φυσικά, οι προσωρινές συμφωνίες είναι πιθανές μεταξύ των καπιταλιστών και μεταξύ των κρατών. Από αυτή την άποψη οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης είναι πιθανές ως συμφωνία μεταξύ των Ευρωπαίων καπιταλιστών ... αλλά με ποιο σκοπό;

Μόνο με σκοπό από κοινού να καταπνίγουν τον σοσιαλισμό στην Ευρώπη, από κοινού να προστατεύουν την αποικιακή λεία ενάντια στην Ιαπωνία και την Αμερική, που έχουν μείνει άσχημα απέξω από το μερίδιό τους από το παρόν χώρισμα των αποικιών, και την αύξηση της δύναμης αυτών που η δύναμη τους κατά τη διάρκεια των τελευταίων πενήντα ετών ήταν ασήμαντα γρηγορότερη από την οπισθοδρομική και μοναρχική Ευρώπη, και που τώρα γίνεται γεροντική. Συγκρινόμενη με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η Ευρώπη συνολικά δείχνει οικονομική στασιμότητα.

Στην παρούσα οικονομική βάση, δηλαδή, κάτω από τον καπιταλισμό, οι Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης θα σήμαιναν της οργάνωση της αντίδρασης για να καθυστερηθεί η γρηγορότερη ανάπτυξη της Αμερικής. Οι φορές που όταν η αιτία της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού συνδέθηκαν μόνο με την Ευρώπη, μόνον έχουν φύγει για πάντα.

Οι Ενωμένες Πολιτείες του Κόσμου (και όχι της Ευρώπης μόνο) είναι η κρατική μορφή της ενοποίησης και της ελευθερίας των εθνών που εμείς συνδέουμε με τον σοσιαλισμό - για την ολική εξαφάνιση του κράτους, συμπεριλαμβανομένου και του δημοκρατικού.

Ως ξεχωριστό σύνθημα, εντούτοις, το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών του Κόσμου θα ήταν μετά βίας σωστό, πρώτον, επειδή συγχωνεύεται με τον σοσιαλισμό, δεύτερον, επειδή μπορεί να ερμηνευθεί λανθασμένα και να σημαίνει ότι η νίκη του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα είναι αδύνατη, και μπορεί επίσης να δημιουργήσει εσφαλμένες αντιλήψεις ως προς τις σχέσεις μιας τέτοιας χώρας με τις άλλες.

Η άνιση οικονομική και πολιτική ανάπτυξη είναι ένας απόλυτος νόμος του καπιταλισμού. Ως εκ τούτου, η νίκη του σοσιαλισμού είναι πιθανή πρώτα στις διάφορες ή ακόμα και σε μια καπιταλιστική χώρα μόνο. Αφού έχει απαλλοτριώσει τους καπιταλιστές και έχει οργανώσει τη δική του σοσιαλιστική παραγωγή, το νικηφόρο προλεταριάτο εκείνης της χώρας θα εγερθεί ενάντια στον υπόλοιπο κόσμο-τον καπιταλιστικό κόσμο-ελκύοντας στον αγώνα του τις καταπιεσμένες τάξεις άλλων χωρών, προκαλώντας εξεγέρσεις σε εκείνες τις χώρες ενάντια στους καπιταλιστές, και σε περίπτωση ανάγκης χρησιμοποιώντας ακόμα και ένοπλη δύναμη ενάντια στις εκμεταλλεύτριες τάξεις και τα κράτη τους.

Η πολιτική μορφή μιας κοινωνίας όπου το προλεταριάτο είναι νικηφόρο στην ανατροπή της αστικής τάξης θα είναι ένα δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο όλο και περισσότερο θα συγκεντρώνει τις δυνάμεις του προλεταριάτου ενός ορισμένου έθνους ή εθνών, στον αγώνα ενάντια στα κράτη που δεν έχουν μεταπηδήσει ακόμα στον σοσιαλισμό. Η κατάργηση των τάξεων είναι αδύνατη χωρίς μια δικτατορία της καταπιεσμένης τάξης, του προλεταριάτου. Μια ελεύθερη ένωση των εθνών του σοσιαλισμού είναι αδύνατη χωρίς ένα λίγο πολύ παρατεταμένο και επίμονο αγώνα των σοσιαλιστικών δημοκρατιών ενάντια των οπισθοδρομικών κρατών.

Είναι για αυτούς τους λόγους και μετά από τις επανειλημμένες συζητήσεις στη διάσκεψη των R.S.D.L.P. ομάδων στο εξωτερικό, ακολουθώντας εκείνη την διάσκεψη, ότι οι εκδότες του Κεντρικού Οργάνου έχουν έρθει στο συμπέρασμα ότι το σύνθημα για τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης είναι λανθασμένο.

Σημειώσεις
[1] Καλτενμπρούνερ Α., Λίντο Ντ., Μίτσελ Τζ., Παϊνσέιρα Χ., Πάουελ Τζ., Πίρες Ε., Στένφορς Α., Τέλες Ν. (2010), 2010 Κρίση Ευρωζώνης - Φτώχεια του δυνατού, πτώχευση του αδύνατου, επιμέλεια Κ. Λαπαβίτσας, μτφ Γ. Λαμπρινίδης, Χ. Λασκαρίδη, Φ. Παπαδάτος, Αθήνα: Νόβολι.
[3] Β. Ι. Λένιν (1915;) Το σύνθημα για τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, Αρχείο των Μαρξιστών στο Internet
Γράφτηκε: Στις ή πριν από της 23 Αυγούστου 1915
Πρωτοδημοσιεύτηκε: Sotsial-Demokrat αριθ. 44, 23 Αυγούστου 1915
Πηγή: Συλλεγμένα Έργα, 44η Αγγλική Έκδοση, Δεύτερη Εκτύπωση, Εκδότες Progress, Μόσχα, 1974, Αριθμ. 21, σελίδες 339-343.
Αγγλική Μετάφραση/Επιμέλεια: Bernard Isaacs
Copyleft: Διαδίκτιακό Αρχείο Β.Ι. Λένιν (www.marx.org)2002. Η δικαιοδοσία
χορηγείται στο να αντιγράφεται ή/και να διανέμεται αυτό το έγγραφο υπό τον όρο της
ελεύθερης άδειας τεκμηρίωσης GNU
Ελληνική Μετάφραση: Λεωνίδας
HTML Markup: Aντώνης Μεγρέμης για το ελληνικό Αρχείο των Μαρξιστών στο Internet.

17/9/10

Η μέρα εκείνη δεν θα αργήσει

Μνήμη Μάνου Λοΐζου ( 22 Οκτωβρίου 1937, Αλεξάνδρεια - 17 Σεπτεμβρίου 1982, Μόσχα).



Πρόταση
ΜΑΝΟΣ ΛΟΪΖΟΣ: «... του νέγρου ο ιδρώς/ για το λευκό είν' θησαυρός», Ριζοσπάστης, Ένθετη έκδοση: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ", Πολιτισμός, 17-09-2010.

31/8/10

Για αρχή οι καπνιστές...

Τις τελευταίες μέρες διάβασα ένα βιβλίο που χρονολογείται από το 2001 και το προτείνω ανεπιφύλακτα σε όλους (τους σύγχρονους Έλληνες). «Η τελευταία μαύρη γάτα», του Ευγένιου Τριβιζά, είναι μια περιπέτεια σε ένα άγνωστο και μακρινό νησί που κρατά τον αναγνώστη με κομμένη την ανάσα από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα.

Εκεί, στο νησί, μια κρυφή Αδελφότητα αποφασίζει να εξοντώσει όλες τις μαύρες γάτες θεωρώντας ότι σε αυτές οφείλεται κάθε στραβό κι ανάποδο του τόπου. Με ισχυρά επιχειρήματα του τύπου «οι μαύρες γάτες φταίνε για την ανεργία, τα άδεια ταμεία, τα άθλια νοσοκομεία, τα ρημαγμένα σχολεία», τα μέλη της Αδελφότητας πείθουν τον Πρωθυπουργό της χώρας να επιβάλλει με νόμο την εξόντωση όλων των μαύρων γατιών. Έτσι τα δύστυχα ζωντανά αφανίζονται με απίστευτα βάρβαρες μεθόδους. Όμως, ένα μαύρο γατί δεν το βάζει κάτω ούτε όταν οι άλλες γάτες του νησιού –οι άσπρες, οι κόκκινες και οι παρδαλές- φοβούμενες αρνούνται να βοηθήσουν και βγάζουν την ουρά τους έξω. Μαζί με το γατί αυτό και μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού άνθρωποι που δεν φοβούνται το αυτόφωρο, τη φυλάκιση, τις διώξεις και τους βασανισμούς.

Τα πράγματα όμως δεν σταματούν εκεί. Σταδιακά η Αδελφότητα. και κατ΄ επέκταση και η Κυβέρνηση. προβαίνουν σε εκκαθαρίσεις όλων των γατιών του νησιού ξεκινώντας από τα γκρίζα, στη συνέχεια εκείνα που έχουν έστω και ένα σημάδι μαύρο επάνω τους μέχρι που αφανίζουν και την τελευταία άσπρη γάτα. Ή τουλάχιστον αυτό νόμιζαν καθώς όχι μόνο ο ήρωας μαύρος γάτος εξακολουθεί να επιζεί αλλά και καμιά 70αριά άλλα γατιά που τα λαμόγια των διωκτών είχαν κρατήσει στην … άκρη για να βγάλουν τη γούνα τους. Όταν λοιπόν θεώρησαν ότι δεν υπήρχε ούτε για δείγμα γάτας στο νησί αμόλησαν δυο καραβιές αρουραίους ανθεκτικούς στα ποντικοφάρμακα με σκοπό να πουλήσει η Αδελφότητα ένα καράβι φάκες που είχε δεμένο στο λιμάνι. Λογάριαζαν όμως χωρίς τον ήρωά μας που με τη βοήθεια των τρυποκάρυδων βούλιαξε το καράβι με τις φάκες κι έτσι οι άνθρωποι –φανατικοί διώκτες των γατιών- έπεσαν στην ανάγκη των τελευταίων του είδους…



Αύριο ξεκινά η εφαρμογή του μέτρου απαγόρευσης του καπνίσματος με ποινές που δεν τις έχουν επιβάλλει ποτέ στους παράνομους εργοδότες, στους τραπεζίτες με τις ληστρικές μεθόδους, στους υπουργούς που αφήνουν τα νοσοκομεία της χώρας μας να διαλύονται προς όφελος του ιδιωτικού τομέα υγείας, στους «σύμβουλους-οικονομολόγους» που πούλησαν το βιός μας σε ένα χαρτί (βλ. ομόλογα ασφαλιστικών ταμείων) στους πάσης φύσεως και προελεύσεως «λαδωμένους» του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, στους καταπατητές της γης μας, σε όλους αυτούς που ρημάζουν μέχρι σήμερα τα πάντα.

Ωστόσο είναι φυσικό κι επόμενο το θράσος τους να λαμβάνει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Αφού τους αφήσαμε να μας βάλουν στη «φάκα», τώρα μπορούν με επιχείρημα την υγεία μας να αρχίσουν να απαγορεύουν. Ίσως έτσι να ξεχάσουμε τα ράντζα, τις ουρές, τα χαλασμένα μηχανήματα, τους θανάτους από έλλειψη μονάδων εντατικής ή και νοσοκομείων σε απομακρυσμένες περιοχές. Μπορεί να ξεχάσουμε, ακόμη, τα ανύπαρκτα μέτρα υγιεινής και ασφάλειας στους χώρους εργασίας, τους άθλιους δρόμους, τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία από τον τρόπο διαχείρισης (;) των απορριμμάτων, τα ξεχέρσωμα της γης, τη μεικτή χρήση γης, τη μόλυνση του υπεδάφους και του υδροφόρου ορίζοντα, και ένα σωρό άλλα σοβαρά και σοβαρότερα ανοικτά θέματα υγείας και υγιεινής στη χώρα μας που δημιουργούν ένα νοσολογικό χάρτη όμοιο με τον πολιτικό.
Σήμερα είναι οι μαύρες γάτες –οι καπνιστές, αύριο αυτοί που πίνουν καφέ, αυτοί που διασκεδάζουν, αυτοί που διαβάζουν, αυτοί που σκέφτονται… Παιδεία, πρόληψη, αγωγή υγείας: άγνωστες λέξεις. Αντ΄ αυτών, «πάταξη», «ρουφιανιλίκι» και «επιτροπές».

Προτάσεις
Τριβιζάς, Ευγένιος (2001) Η τελευταία μαύρη γάτα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Τσιγαρόβηχας, Γεφυρισμοί.

19/8/10

Η επίδραση του ήλιου

Στον Κωστή που ανέτειλε πριν από 23 χρόνια με την ευχή να μεσουρανεί για πολλά-πολλά ακόμη κι ακόμη... σαν ήλιος!

Βασίλι Καντίνσκι, Άτιτλο, 1941, Μουσείο Σολομών Ρ. Γκούγκενχαϊμ, Νέα Υόρκη.

Σαν έφυγαν όλοι και ξανάρχισε να συγυρίζει
απ΄ την αρχή το σπίτι,
ένιωσε αυτή την καθημερινή επανάληψη
να της λύνει τα γόνατα.
Κι άξαφνα
κατάλαβε τον ήλιο από τις λάμψεις που τίναζαν
τα πιρούνια στην κουζίνα
σαν ένα σμήνος ολόχρυσα πουλιά φωτίζοντας
τους τοίχους.
Τότε έβγαλε την ποδιά της, την ακούμπησε
στη ράχη της καρέκλας
και σκούπισε τα μάτια της.
Ο κόσμος, λοιπόν, είναι ολόχρυσος.

Γιάννης Ρίτσος
Θερινό Φροντιστήριο 1953-1964

6/8/10

Τα ξωτικά και ο ζηλιάρης γείτονας (Μνήμη)

Ένα ιαπωνικό παραμύθι που διηγούνται ως καλό μάθημα για εκείνους που δεν μπορούν να χαρούν την καλή τύχη των άλλων χωρίς να έχουν μερίδιο. Στη μνήμη των αδικοχαμένων κατοίκων της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, θυμάτων του μεγαλύτερου εγκλήματος που «άφησαν» οι επιστήμονες να γίνει στην ιστορία της ανθρωπότητας, από τους «συνήθεις» εγκληματίες αυτής.

Η Kikue Komatsu ήταν 37 ετών, όταν έριξαν την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα. Είδε αυτή τη σκηνή, το πρωί της 7ης Αυγούστου 1945 μισό χιλιόμετρο από το σημείο μηδέν. Τριάντα χρόνια αργότερα δημιούργησε τον πίνακα στον οποίο γράφει: «Ψάχνοντας για την κόρη μου, πλησίασα σε ένα βουνό από πτώματα σε έναν από τους δρόμους της σφαγής. Άνθρωποι είχαν προφανώς σπεύσει να βυθίσουν τα πρόσωπά τους στο νερό της δεξαμενής, όπου έχασαν τη ζωή τους αγκαλιασμένοι. Πόσο πρέπει να είχαν ουρλιάξει για νερό; Η καρδιά μου πονά και προσεύχομαι γι΄ αυτούς». Πηγή

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ένας άνθρωπος ξέμεινε στα βουνά τη νύχτα και φοβούμενος την ερημιά αναζήτησε και βρήκε καταφύγιο στον κορμό ενός δέντρου. Όμως μετά από λίγη ώρα μαζεύτηκε γύρω από το δέντρο μια μεγάλη παρέα από ξωτικά του δάσους, γεγονός που θορύβησε ακόμη περισσότερο τον έρμο τον άνδρα ο οποίος τα κρυφοκοίταζε κατατρομαγμένος. Ωστόσο εκείνα δεν φαίνονταν να έχουν άγριες διαθέσεις. Αντίθετα, το ΄ριξαν στο κρασί και στο χορό σε σημείο που ο άνδρας ξέχασε τους φόβους του και ξεμυτίζοντας από το κοίλωμα του δέντρου πήγε κοντά τους και άρχισε να γλεντοκοπάει και ο ίδιος.

Όταν η μέρα ήταν έτοιμη να χαράξει τα ξωτικά είπαν στον άνδρα: «Είσαι πολύ ευχάριστος για συντροφιά και θέλουμε να ξανάρθεις. Πρέπει, όμως, να το υποσχεθείς και να κρατήσεις την υπόσχεσή σου». Και για να τον δεσμεύσουν, μάλιστα, πήραν μια τεράστια σαρκώδη ελιά που είχε ο άνθρωπος στο μέτωπό του, εκ γενετής, και την κράτησαν αμανάτι. Μετά ο καθένας πήγε στον προορισμό του.

Ο άνθρωπος ήταν πολύ ικανοποιημένος όχι μόνο επειδή πέρασε μια τόσο ευχάριστη βραδιά αλλά κι επειδή ξεφορτώθηκε το σημάδι που κουβαλούσε μια ζωή. Και ήταν τόση η χαρά του που, σαν έφτασε στον τόπο του, διηγήθηκε την περιπέτειά του σε όλους τους συγχωριανούς του. Ανάμεσα σε αυτούς που την άκουσαν ήταν και ένας γείτονάς του που κάθε άλλο παρά φίλος του ήταν. Είχε τόσο μεγάλο φθόνο για τον άνδρα-φίλο των ξωτικών που αποφάσισε να περάσει και ο ίδιος μια νύχτα στον κορμό του δέντρου ίσα για να έχει κι εκείνος κάτι να λέει!

Αλίμονο όμως, την ώρα που αποφάσισε να το κάνει. Τα ξωτικά έχοντας καιρό να δούνε τον καλό τους σύντροφο είχαν ξεχάσει τα χαρακτηριστικά του με αποτέλεσμα όταν είδαν τον άνδρα να βγαίνει από τον κορμό του δέντρου να νομίζουν ότι ήταν ο φίλος τους που κράτησε την υπόσχεσή του. Κι έτσι χαρούμενα όπως ήταν θεώρησαν σωστό να του επιστρέψουν το αμανάτι! Τότε ένα από τα ξωτικά βγάζει από την τσέπη του την κρεατοελιά και την κολλάει με ενθουσιασμό στο μέτωπο του ζηλιάρη γείτονα που έφυγε από το χωριό με μια ελιά στο κούτελο και γύρισε με δύο!

Πηγή παραμυθιού: D. L. Ashliman

Απόδοση: α.μ.

31/7/10

Η ιστορία του προβάτου

Το παραμύθι ανήκει στην κατηγορία εκείνων όπου τα ζώα αποφασίζουν να αυτοεξοριστούν, δημιουργώντας ομάδες, προκειμένου να γλιτώσουν τη ζωή τους. Το διηγούνται σε διάφορες εκδοχές τόσο στην Βόρεια και Δυτική Ευρώπη, όσο και στη Νότια Αφρική και τις ΗΠΑ. Το συγκεκριμένο προέρχεται από τη σκωτική παράδοση, αναδεικνύοντας τη δύναμη της ένωσης των κατατρεγμένων, ανεξάρτητα από το πόσα μέτωπα έχουν να αντιμετωπίσουν. Η αφορμή για την αναφορά μας θεωρούμε ότι είναι άμεσα αντιληπτή από όλους.

Ζώα, Πάβελ Φιλόνοφ, 1930. Ο σοβιετικός ζωγράφος, θεμελιωτής του αναλυτικού ρεαλισμού (αντικυβισμός), έλαβε ενεργό μέρος στην Οκτωβριανή Επανάσταση και αν και από το 1929 κι έπειτα δεν κατείχε τη θέση που του άρμοζε, αρνήθηκε μέχρι το τέλος της ζωής του να εμπορευθεί τα έργα του έχοντας όνειρο ένα Μουσείο για το συγκεκριμένο ρεύμα. Πέθανε από πείνα το 1941 κατά την πολιορκία του Λένινγκραντ από τους Ναζί σε ηλικία 58 ετών.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ εκεί κάπου κοντά στα Χριστούγεννα, ένας γεωργός που είχε ένα πρόβατο σκέφτηκε μέρες που έρχονται να το σφάξει. Όμως, συζητώντας το θέμα με την οικογένειά του τον άκουσε και το δύσμοιρο ζωντανό που αποφάσισε προκειμένου να σώσει το τομάρι του να φύγει όσο πιο μακριά μπορούσε. Κι αυτό ακριβώς έκανε.

Δεν είχε πάει πολύ μακριά όταν συνάντησε έναν ταύρο ο οποίος παραξενεμένος από το τρέξιμο του προβάτου το ρώτησε:
«Πού τρέχεις έτσι πρόβατο;».
«Πάω να βρω την τύχη μου», αποκρίθηκε το πρόβατο, «έρχονται Χριστούγεννα και θέλουν να με σκοτώσουν. Έτσι πήρα την απόφαση να το σκάσω για να σωθώ».
«Τότε το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να σε ακολουθήσω», είπε αμέσως ο ταύρος, «γιατί μου φαίνεται ότι το ίδιο θα κάνουν και σε ΄μένα».
«Πολύ ευχαρίστως», είπε το πρόβατο, «όσο μεγαλύτερη είναι η ομάδα, τόσο καλύτερα θα περνάμε».

Τρέχοντας προς την τύχη τους και τα δυο μαζί, πιά, συνάντησαν στο δρόμο έναν σκύλο.
«Γεια σου!», τον χαιρέτισε το πρόβατο.
«Γεια σου κι εσένα», απάντησε ο σκύλος, «πού τρέχετε έτσι;»
«Τρέχω μακριά, γιατί απειλούν να με σφάξουν τώρα τα Χριστούγεννα».
«Ε! τότε το ίδιο θα κάνουν και σε ΄μένα», είπε ο σκύλος, «γι΄ αυτό θα σε ακολουθήσω».
«Έλα, λοιπόν, κι εσύ μαζί μας», του απάντησε το πρόβατο με μεγάλη χαρά.

Προχώρησαν αρκετά έως ότου συνάντησαν μια γάτα.
«Γεια χαρά σου, πρόβατο», είπε εκείνη, «πού πηγαίνεις;»
«Γεια σου κι εσένα», είπε το πρόβατο, «τρέχω να σωθώ γιατί πλησιάζουν Χριστούγεννα και θέλουν να με σφάξουν».
«Τότε θα δολοφονήσουν κι εμένα», απάντησε η γάτα. «Το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να ΄ρθω κι εγώ μαζί σας».
«Έλα κι εσύ, ακολούθησέ μας», είπε το πρόβατο και συνέχισε το δρόμο του.

Ένας κόκορας και μια χήνα ήταν τα επόμενα ζώα που συνάντησαν στο δρόμο οι τέσσερεις συνοδοιπόροι της ζωής. Και τα δυο πουλιά αντέδρασαν το ίδιο όταν άκουσαν ότι απειλείται η ζωή του προβάτου εν όψει εορτών. Κι έτσι ολόκληρη η διευρυμένη παρέα συνέχισε το δρόμο της μέχρι που νύχτωσε. Τότε διέκριναν από μακριά ένα φως. Αν και η απόσταση που τους χώριζε ήταν αρκετή, δεν είχαν άλλη επιλογή αφού κάπου έπρεπε να περάσουν τη βραδιά. Όταν έφτασαν στο σπίτι συνεννοήθηκαν μεταξύ τους να ερευνήσουν από τα παράθυρα τι ακριβώς επικρατεί εκεί μέσα και αν υπάρχει η δυνατότητα να ξεκουραστούν. Με μεγάλη όμως έκπληξη διαπίστωσαν ότι το σπίτι είχε γίνει άντρο ληστών οι οποίοι μάλιστα εκείνη την ώρα μετρούσαν τα χρήματα που είχαν κλέψει. Το πρόβατο αφού σκέφτηκε για λίγο είπε στους συντρόφους του: «Θα ξεκινήσω να βελάζω και μετά θα αρχίσεις εσύ ταύρε να μουγκανίζεις, στη συνέχεις εσύ σκύλε να γαυγίζεις, μετά εσύ γάτα να νιαουρίζεις, εσύ κόκορα να κακαρίζεις και εσύ χήνα να κράζεις, ώστε να δούμε πώς θα αντιδράσουν». Κι έτσι έκαναν.

Οι κλέφτες ακούγοντας απ΄ έξω όλες αυτές τις φωνές νόμιζαν ότι ήταν οι διώκτες τους και πανικοβλημένοι κυριολεκτικά άφησαν ό,τι είχαν και δεν είχαν και έτρεξαν έντρομοι να κρυφτούν στο δάσος. Όταν το πρόβατο και η παρέα του διαπίστωσαν ότι το σπίτι είχε πλέον αδειάσει, μπήκαν μέσα, πήραν τα χρήματα, τα μοίρασαν μεταξύ τους και άρχισαν να σχεδιάζουν πού θα κοιμηθεί ο καθένας τους.

«Πού θα κοιμηθείς απόψε, ταύρε;», ρώτησε το πρόβατο.
«Πίσω από την πόρτα, όπως το συνηθίζω», απάντησε εκείνος.
«Κι εγώ θα κοιμηθώ στο πάτωμα στο κέντρο του δωματίου γιατί έτσι έχω μάθει», είπε το πρόβατο και συνέχισε ρωτώντας τον σκύλο για την προτίμησή του.
«Εγώ θα κοιμηθώ δίπλα στη φωτιά, όπως το συνηθίζω» είπε ο σκύλος.
«Εσύ γάτα που θα ξαπλώσεις;», ξαναρώτησε το πρόβατο.
«Δίπλα στα κεριά, όπως πάντα», είπε η γάτα.
Με τον ίδιο επιχείρημα, δηλαδή όπως συνηθίζουν, ο κόκορας διάλεξε για κρεβάτι του τη στέγη και η χήνα το σωρό με την κοπριά. Έτσι, έπεσαν όλοι κατάκοποι, πλην ικανοποιημένοι από την τύχη τους, να ξεκουραστούν.

Ωστόσο όταν ησύχασαν κι έσβησαν τα κεριά, οι ληστές σκέφτηκαν να επιστρέψουν για να δουν αν μπορούν να πάρουν τα χρήματα που είχαν αφήσει. Έτσι έστειλαν έναν από τη συμμορία να επιχειρήσει νέα διάρρηξη. Με χαρά ο κλέφτης διαπίστωσε ότι στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία και αποφάσισε να αρχίσει το ψάξιμο με τη βοήθεια ενός κεριού μια και το σκοτάδι που επικρατούσε ήταν πολύ πυκνό. Όταν τόλμησε να βάλει το χέρι του στο κηροπήγιο η γάτα έχωσε τα νύχια βαθιά στο κρέας του ωστόσο εκείνος κατάφερε να πάρει ένα κερί και να το ανάψει. Την ίδια στιγμή ξυπνάει ο σκύλος και η ουρά του χώνεται σε μια κατσαρόλα με νερό που ήταν δίπλα στο τζάκι. Τινάζοντάς την με μανία, τα νερά πετάγονται δεξιά αριστερά και σβήνουν τη φλόγα του κεριού. Ο ληστής πανικοβλημένος τρέχει προς την έξοδο αλλά κάπου στη μέση του δωματίου τρώει μια κλωτσιά από το πρόβατο που τον πετάει στην πόρτα όπου, αλίμονο, τρώει μια δεύτερη, αυτή πιο δυνατή από τον ταύρο. Ταυτόχρονα αρχίζει να κακαρίζει ο κόκορας και η χήνα μέσα στην ανακατωσούρα και τον πανικό παραλαμβάνει τον ληστή κι αρχίζει να τον κοπανάει με τα φτερά της.

Ξυλοφορτωμένος για τα καλά ο ληστής καταφέρνει να διαφύγει στο δάσος όπου τον περίμεναν τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας να μάθουν τι ακριβώς διαδραματίστηκε.
«Πήγα στο σπίτι κι όταν τράβηξα ένα κερί μου επιτέθηκε ένας τύπος με δέκα μαχαίρια στα χέρια του. Παρ΄ όλα αυτά πήρα το κερί κι όταν το άναψα στο τζάκι ένας μαύρος άντρας άρχισε να με καταβρέχει με αποτέλεσμα να βυθιστεί το σπίτι στο σκοτάδι. Στην προσπάθειά μου να βγω έξω ένας θεόρατος τύπος που βρισκόταν στη μέση του δωματίου, κάτω στο πάτωμα, μου δίνει μια δυνατή σπρωξιά και με πετάει στα χέρια ενός πιο δυνατού ο οποίος με πέταξε έξω. Εκεί έξω σε μια στοίβα κοπριά με περίμενε ένας τσαγκάρης που επέμενε να με κοπανάει στα πόδια με την ποδιά του ενώ ένας ακόμη που πρέπει να ήταν ψηλά στη στέγη ούρλιαζε να φύγω!»

Οι ληστές ακούγοντας τις περιγραφές αποφάσισαν πως δεν ήταν γραφτό να απολαύσουν τη λεία τους και έφυγαν μακριά αποφασισμένοι να μην ξαναγυρίσουν ποτέ πια ενώ το πρόβατο και οι σύντροφοί του έζησαν ειρηνικά μέχρι το τέλος της ζωής τους.

Το παραμύθι
-Πηγή: D. L. Ashliman
-Απόδοση: α.μ.

Ο Πάβελ Φιλόνοφ

19/7/10

Ο πατέρας μου ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι

του Γιώργου Μαρκόπουλου
από την προ των Τραπεζών εποχή

Το σπίτι του Βίνσεντ βαν Γκογκ στην Αρλ (Το κίτρινο σπίτι), 1888, Μουσείο βαν Γκογκ, Άμστερνταμ.

Ο πατέρας μου έφαγε μια ζωή για να φτιάξει ένα σπίτι.
Απογεύματα, Κυριακὲς στο κουζινάκι χωρίς ένα γλυκό ή ένα καφενείο.
Όταν πέθανε άφησε ένα χορταριασμένο στρατί
ένα χτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια...
Άλλαξαν οι καιροί που λέει κι ο λαός, γεγονότα συνέβησαν...
Χαθήκαμε με τον αδελφό μου, μάθαμε πως πέθανε κι ο πατέρας.

Γι αυτό λοιπόν το βράδυ σε κοιτώ βαθιά στα μάτια.

Είναι μήπως ζήσω εγώ την ταπεινή θαλπωρή που εκείνος δεν έζησε.


Γ. Μαρκόπουλος και τα ποιήματά του
-Μεγέθυνση με διαμεσολαβητή το κράτος, Ριζοσπάστης, 18-07-2010

12/6/10

Άστομοι

Άνθρωποι δίχως στόμα είναι οι Άστομοι που ζουν στο Πακιστάν, κοντά στις πηγές του Γάγγη. Είναι μικροκαμωμένοι, αλλά όχι όσο οι Πυγμαίοι. Το δέρμα τους είναι άγριο και σκεπασμένο με πυκνό τρίχωμα. Τρέφονται με τη μυρωδιά των άγριων μήλων, που γίνονται στα μέρη τους, αλλά και με τις μυρωδιές ορισμένων ριζών και λουλουδιών. Γι’ αυτό, όταν ταξιδεύουν παίρνουν πάντα μαζί τους ένα σωρό. Αν τα χάσουν πεθαίνουν από την πείνα. Ο μόνος τους εχθρός είναι η βρώμα.


Forever gone, Φαίη Ρετινιώτη, 2009

Αυτά μας πληροφορεί ο Γιώργος στην Εγκυκλοπαίδεια των Τεράτων. Εμείς το μόνο που θα συμπληρώσουμε είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί μεταπηδώντας από τον κόσμο των παραμυθιών στον πραγματικό, έπεσαν στην Ελλάδα όπου κατοικούν τουλάχιστον από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Από τη μετακίνησή τους εκτός από τις αλλαγές που προέκυψαν στην εξωτερική τους εμφάνιση, όπως γίνεται πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, φαίνεται ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία συνήθισαν και τη βρώμα. Έτσι τίποτε δύσοσμο δεν αποτελεί πλέον εχθρό τους, αντίθετα μάλιστα το προτιμούν όλο και περισσότερο.

Ωστόσο, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι διατηρούν σε μεγάλο βαθμό τις διατροφικές συνήθειές τους μυρίζοντας απλώς ρίζες και χόρτα. Τώρα τι θα γίνει αν τα χάσουν κι αυτά κανείς δεν ξέρει ακόμη μια και η φυλή αρχίζει να βελτιώνεται με μια σχισμή στο πρόσωπο που φιλοδοξεί να γίνει στόμα. Προς τούτο κυνηγούν ένα κόκκινο μπαλόνι, σαν άγριο μήλο, ώστε να δοκιμάσουν τη δύναμη του στόματός τους. Θα συνεχίσουν; Θα το πιάσουν; Θα το δείξει η συνέχεια του παραμυθιού....

29/5/10

Βαρέθηκε και ο κούκος


Τελικά, ίσως μόνον ο Στάλιν να μην ήταν σταλινικός. Το λέω αυτό διότι αποτελεί μέγιστη αφέλεια –αν όχι κουτοπονηριά- να ισχυριζόμαστε πως έναν λαό, που το 1917 έκανε μια κοσμοϊστορική επανάσταση, κατάφερε να τον βάλει στον γύψο μετά από 20 χρόνια ένας δικτάτορας. Οι δικτατορίες χρειάζονται μηχανισμούς και οι μηχανισμοί ανθρώπους. Καμία δικτατορία δεν επιβλήθηκε ποτέ δίχως ευρεία λαϊκή αποδοχή. Αυτό, αν θέλουμε να βλέπουμε καταπρόσωπο την αλήθεια και όχι τις θεωρητικές νευρώσεις μας. Το σταλινικό μοντέλο διακυβέρνησης ήταν ένα μείγμα κομμουνισμού, ρωσικού εθνικισμού και -ναι- Ορθοδοξίας! Αποδεικνύεται τώρα, που τα στελέχη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης δηλώνουν φανερά Ορθόδοξοι και εθνικιστές, ενώ προσπαθούν να καλύψουν τις κομμουνιστικές πρακτικές που ακολουθούν – όπως ο ίδιος ο Πούτιν, φερ’ ειπείν.

Στην Ευρώπη, ο σταλινισμός ή ό,τι ονομάζουμε σταλινισμό παρουσιάστηκε με τη μορφή της δυναμικής, ανυποχώρητης και αδιαπραγμάτευτης πάλης για τον σοσιαλισμό, στο πλαίσιο της οποίας διενεργήθηκε η στρατιωτικοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων, με την εφαρμογή του παρανοϊκού μηχανισμού, που έγινε γνωστός ως «Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός». Όλες οι διεκδικητικές αποτυχίες των κομμουνιστών οφείλονται σε αυτόν τον μηχανισμό και όλες οι επιτυχίες στις κατά καιρούς απορρίψεις του. Στο τέλος ο «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» κατάφερε να διαλύσει ή να συρρικνώσει δραματικά τα κομμουνιστικά κόμματα. Φυσικά, αυτό που για τη Ρωσία ήταν μια πλειοψηφική νοοτροπία -ασχέτως πώς την κρίνουμε- συμβατή προς τη νοοτροπία του μέσου Ρώσου συντηρητικού πολίτη, στην Ευρώπη ήταν ένα σύνολο παιδικών φαντασιώσεων με ανεξέλεγκτα βίαιη συμπεριφορά. Όσο οι Ρώσοι έχτιζαν μια ισχυρή πατρίδα, οι Ευρωπαίοι λιμοκοντόροι έπαιζαν τους επαναστάτες. Οι Ρώσοι, βέβαια, γράφουν στα παλιά τους παπούτσια την άποψη του πανεπιστημίου της Οξφόρδης και του Πρίνστον, για την Ιστορία τους. Γιατί αυτοί έζησαν την Ιστορία τους, με τα καλά και τα κακά της, και γνωρίζουν πως ό,τι συνέβη είναι πιο πολύπλοκο από τη βιβλιογραφία.

Σ’ εμάς ωστόσο έμεινε η νοοτροπία, η σταλινική νοοτροπία ή τέλος πάντων αυτό που νομίζουμε πως ήταν σταλινισμός. Μια νοοτροπία γυμνή, ωμή, ξετσίπωτη, που κρύβεται πίσω από τις «δημοκρατικές διαδικασίες» και την «αποφασιστική εναντίωση» στην επιθετικότητα του καπιταλισμού τής ευέλικτης συσσώρευσης. Ενώ δεν είναι παρά κουκιά μετρημένα. Θαμπωμένοι από τις μεθόδους που χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ για τη δημιουργία της κοινής γνώμης, οι πρώην αριστεριστές και νυν υπέρμαχοι μιας νέας αριστεράς που θα προκύψει τάχα από τη σύγκλιση απόψεων, εφαρμόζουν τις μεθόδους αυτές, τις οποίες έμαθαν όπως-όπως, στον χώρο τους. Και όταν η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχό τους, εφαρμόζουν τις παλιές, καλές συνταγές: διαμόρφωση «ρεύματος», κατάληψη εξ εφόδου του μηχανισμού και αποκλεισμός των διαφωνούντων.

Με αυτές τις μεθόδους «μπήκε στην άκρη» ο Φώτης Κουβέλης. Γιατί είναι προφανές πως δεν υπάρχει και ούτε μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε σύγκληση. Δυστυχώς, δεν μπορεί. Οποιαδήποτε σύγκληση είναι δυνατή μόνο όταν το αντικείμενό της είναι η κοινωνική παρέμβαση. Αλλά τέτοιο αντικείμενο δεν υπάρχει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το πραγματικό αντικείμενο είναι η εξουσία. Και να ήταν καμιά εξουσία της προκοπής! Τρεις και ο κούκος που έφυγε γιατί βαρέθηκε να περιμένει να μαζευτούν οι τρεις!

Γιώργος Μπλάνας

Πίνακας: Alfred Gockel

9/5/10

Οι Τρεις Χοντροί

Ένα επαναστατικό παραμύθι του Γιούρι Ολέσα, σε περίληψη, όπως βρέθηκε στη σελίδα marxist.org. Το έργο έχει μεταφρασθεί στην ελληνική από τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο (Κέδρος, 1978) και θεωρείται πραγματικό αριστούργημα της σοβιετικής λογοτεχνίας, ως ύμνος στα δικαιώματα και τους αγώνες των μη εχόντων. Στο τέλος παραθέτουμε ορισμένα βιογραφικά στοιχεία του Γιούρι Ολέσα, που πέθανε ακριβώς πριν 50 χρόνια, όπως και χρήσιμες πηγές για περαιτέρω γνωριμία με τον ίδιο και το έργο του αλλά και τον μεταφραστή του, Μ. Αλεξανδρόπουλο. Οι εικόνες που συνοδεύουν την σύνοψη του παραμυθιού ανήκουν στον Μστισλάβ Ντομπουζίνσκι -πρωτοπόρος του ρεύματος του «δημοκρατικού ρεαλισμού»- από την εικονογράφηση του 1924, και αντλήθηκαν από την παραπάνω αναφερόμενη ιστοσελίδα.

Τα ηθικά διδάγματα και το επιμύθιο ανήκουν σε εσάς, όπως πάντα, ενώ οι όποιες ομοιότητες με σύγχρονες καταστάσεις προτείνουμε να μην αντιμετωπιστούν με την οπτική «εντελώς τυχαία» που συνηθίζεται σε λογοτεχνικά, κινηματογραφικά ή τηλεοπτικά έργα. Όχι μόνο επειδή θεωρούμε πως τίποτε δεν είναι τυχαίο, αλλά κυρίως επειδή «η τάξη των πραγμάτων» εξακολουθεί να είναι δυαδική: «Εμείς κι Εκείνοι» ή «Φτωχοί και Πλούσιοι» ή «Πλουτοπαραγωγοί και Πλουτοκράτες».

Τέλος, κι επειδή στις μέρες μας μπορεί ορισμένοι αναγνώστες να θεωρήσουν ότι το παραμύθι "βγάζει" μια ρατσιστική διάθεση για τους υπέρβαρους ανθρώπους θέλουμε να σημειώσουμε ότι εδώ ως «παχυσαρκία» θεωρείται η συσσώρευση του πλούτου στα χέρια των λίγων και κατά συνέπεια αυτό που «ζυγίζεται» δεν είναι το ανθρώπινο λίπος αλλά ο πλούτος. Για το λόγο αυτό επιλέξαμε να γράφουμε τη λέξη «Χοντροί» με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα.


ΜΕΡΟΣ Ι: Ο ΤΙΜΠΟΥΛ ΠΕΡΠΑΤΑ ΣΕ ΤΕΝΤΩΜΕΝΟ ΣΚΟΙΝΙ

Η μέρα του καθηγητή Γκασπάρ γίνεται άνω κάτω
Ο καιρός των μάγων έχει παρέλθει. Μερικές φορές όμως οι αγράμματοι άνθρωποι μπορεί να κάνουν το λάθος να περάσουν τον καθηγητή Γκασπάρ Αρνέρι για μάγο λόγω των καταπληκτικών πραγμάτων που μπορούσε να κάνει. Ο καθηγητής κατείχε συνολικά εκατό επιστήμες. Μια μέρα ο δόκτωρ Γκασπάρ αποφασίζει να μαζέψει σπάνια χόρτα και έντομα από το πάρκο του Παλατιού των Τριών Χοντρών. Φτάνοντας όμως στην έξοδο της πόλης διαπιστώνει ότι όλες οι πύλες ήταν κλειστές ενώ ένα τεράστιο πλήθος βρισκόταν συγκεντρωμένο μπροστά τους. Οι φρουροί απαγόρευαν σε οποιονδήποτε να βγει από την πόλη επειδή ο οπλοποιός Πρόσπερος και ο ακροβάτης Τιμπούλ είχαν οδηγήσει όλον αυτόν τον κόσμο προκειμένου να εισβάλλουν στο Παλάτι των Τριών Χοντρών. Μετά από μια αιματηρή μάχη οι στρατιώτες συλλαμβάνουν τον ήρωα του λαού, Πρόσπερο.
Ο καθηγητής, εν τω μεταξύ, έχει ανέβει ψηλά για να παρακολουθήσει τη μάχη αλλά για κακή του τύχη μια αδέσποτη οβίδα καταστρέφει τον πύργο που βρισκόταν με αποτέλεσμα μέσα στην αναταραχή να χάσει το καπέλο του, το παλτό του, τα γυαλιά του, τα τακούνια του και τις αισθήσεις του. Όταν ξυπνάει, πια, είναι νύχτα και το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνεται είναι οι ήχοι ενός βαλς προερχόμενου από κάποια γιορτή που γινόταν εκεί κοντά. Οι καραγωγείς και οι πωλητές λουλουδιών συζητούν εμφανώς ανήσυχοι για την τύχη του Πρόσπερου, που έχει περιοριστεί στο θηριοτροφείο του Παλατιού. Μια στολισμένη κυρία φαίνεται πολλή ευτυχισμένη επειδή το κελί το Πρόσπερου είναι καλοκλειδωμένο, ενώ από την άλλη μεριά ένα αγόρι ισχυρίζεται ότι ο Τιμπούλ εξακολουθεί να διαφεύγει της σύλληψης. Πομπή από 100 ξυλουργούς και κάμποσους στρατιώτες περνάει μπροστά από τον καθηγητή, προφανώς πορευόμενοι προς το σημείο που θα στηθούν 10 αγχόνες, μία για κάθε εξεγερμένο που έχει συλληφθεί.
Σε ένα τσίρκο, ο κλόουν παρωδεί τους Τρεις Χοντρούς Άνδρες, παρουσιάζοντάς τους σαν παραφουσκωμένα σακιά με στάρι καταλήγοντας ότι «έχουν φτάσει οι τελευταίες μέρες τους». Οι «χοντροί» θεατές αγανακτούν και ο πιο «αδύνατος» χειροκροτεί. Ταυτόχρονα οι στρατιώτες παραδίδουν στις φλόγες την περιοχή που ζουν οι εργάτες με σκοπό να βρουν τον Τιμπούλ.
Ο καθηγητής Γκασπάρ, προσπαθώντας να φτάσει στο σπίτι του, πέφτει πάνω στο εξοργισμένο πλήθος που έχει καταλάβει την πλατεία «Άστρο» που είναι και η κεντρική της πόλης. Η πλατεία είναι σκεπασμένη από έναν γυάλινο τρούλο στο κέντρο του οποίου δεσπόζει κρεμασμένο από καλώδια ένα γιγαντιαίο φανάρι. Εξάλλου από το φανάρι αυτό που λέγεται «Άστρο» πήρε και το όνομά της η πλατεία.
Εκεί στη στέγη βρισκόταν ο ακροβάτης Τιμπούλ φορώντας μια πράσινη μπέρτα κι ένα πολύχρωμο κολάν, όπως συνήθιζε πάντα όταν έκανε ισορροπία, προσπαθώντας να διαφύγει τη σύλληψη. Κάποιοι από το πλήθος ζητωκραυγάζουν ενώ άλλοι τον καταριούνται. Φτάνοντας ο Τιμπούλ στην οροφή αρχίζει να κατευθύνεται προς το Άστρο ισορροπώντας πάνω σε ένα καλώδιο. Ένας αξιωματικός ενώ τον έχει βάλει στόχο και είναι έτοιμος να τον πυροβολήσει με έκπληξη ακούει έναν άλλο πυροβολισμό που προέρχεται από απλό στρατιώτη. Τότε οι στρατιώτες χωρίζονται σε δυο ομάδες. Σε εκείνους που υποστηρίζουν τον Τιμπούλ και σε διώκτες του. Ο ήρωας ακροβάτης έχει φτάσει ήδη στο Αστέρι που φέγγει όλη την πλατεία και κατεβάζοντας τον διακόπτη του ρεύματος τη βυθίζει στο σκοτάδι. Στο σκοτάδι πλέον τα πράγματα είναι πιο εύκολα: ο Τιμπούλ δραπετεύει δια μέσου της καταπακτής που υπάρχει στη γυάλινη οροφή.
Ο καθηγητής επιστρέφει στο σπίτι του και σημειώνει στο ημερολόγιό του, τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν τη μέρα αυτή. Ξαφνικά ακούει έναν θόρυβο, γυρίζει το κεφάλι του και αντικρίζει τον ίδιο τον Τιμπούλ!


ΜΕΡΟΣ ΙΙ: Η ΚΟΥΚΛΑ ΤΟΥ ΔΙΑΔΟΧΟΥ ΤΟΥΤΙ

Η φανταστική περιπέτεια του πωλητή μπαλονιών
Την επόμενη μέρα, είχε πολύ δυνατό αέρα κι ένας πωλητής μπαλονιών όπως τα κρατούσε στα χέρια του άρχισε να σηκώνεται ψηλά προς τον ουρανό. Καθώς ο άνθρωπος πετάει του φεύγει μία παντόφλα και πέφτει ακριβώς στο κεφάλι του καθηγητή χορού Ραζντβάτρις, ο οποίος βάζει τις φωνές στα άτακτα παιδιά.
Ο πωλητής μπαλονιών παρασυρμένος από τον αέρα είχε βγει πια έξω από την πόλη και κατευθυνόμενος στο παράθυρο της κουζίνας του Παλατιού των Τριών Χοντρών προσγειώνεται με φόρα πάνω στη γιγάντια τούρτα που είχαν ετοιμάσει οι ζαχαροπλάστες για τη γιορτή που παρέθεταν οι άρχοντες προς τιμήν την καταστολής της εξέγερσης. Απελπισμένος ο σεφ αποφασίζει ότι ο μόνος τρόπος για να γλιτώσουν είναι να χρησιμοποιήσουν τον πωλητή μπαλονιών με τα μπαλόνια του, ως διακοσμητικό στην τούρτα! Έτσι «χτίζουν» τον μπαλονά και τα μπαλόνια του με μπόλικη κρέμα γάλακτος και καραμέλα και όπως είναι πάνω στην τούρτα τον μεταφέρουν στην τραπεζαρία που οι Τρεις Χοντροί δεξιώνονταν τους καλεσμένους τους.
Εκεί, οι Τρεις Χοντροί αποφασίζουν να εκθέσουν σε κοινή θέα τον Πρόσπερο όπως τον είχαν κλειδωμένο σε ένα κλουβί για ζώα. Μάλιστα την πρώτη στιγμή που τον έβγαλαν δημιουργήθηκε πανικός καθώς οι περισσότεροι τον φοβήθηκαν με αποκορύφωμα τον μυλωνά που λιποθύμησε από την τρομάρα του. Ο Πρόσπερος όμως σαν πραγματικό θηρίο στο κλουβί δεν το έβαλε κάτω. Αμέσως άρχισε να καταγγέλλει τους Τρεις Χοντρούς και να τους απειλεί λέγοντάς τους ότι οι χωρικοί, οι ανθρακωρύχοι και οι εργάτες δεν θα είναι πλέον σκλάβοι τους. Αλλά ο Πρώτος από τους Χοντρούς τον …. παρότρυνε να μείνει ήσυχος στο κλουβί του μέχρι να συλλάβουν και τον Τιμπούλ οπότε θα εκτελεστούν μαζί ενώ και οι Τρεις μαζί καμάρωναν απαριθμώντας τα πλούτη τους. Ο Πρώτος έλεγχε το σύνολο της παραγωγής σιτηρών, ο Δεύτερος τον άνθρακα και ο Τρίτος τον σίδηρο.
Όταν οι άνθρωποι των Χοντρών πήραν το κλουβί με τον Πρόσπερο από την αίθουσα οι καλεσμένοι άρχισαν να ασχολούνται με την τούρτα. Εξάλλου το «στολίδι» προκαλούσε το ενδιαφέρον. Όλοι αναρωτιούνταν ποια υπέροχη λιχουδιά να κρύβεται μέσα από τα μπαλόνια και τον μπαλονά. Μπορεί να ΄ταν καραμέλα μπορεί όμως και σαμπάνια. Με την περιέργειά τους στο ζενίθ αποφασίζουν να κόψουν το κεφάλι του μπαλονά για να αποκαλυφθεί το μυστικό αλλά ο διάδοχος Τούτι τους διακόπτει πριν το τολμήσουν.
Ο διάδοχος Τούτι είναι ένα δωδεκάχρονο αγόρι που έχουν επιλέξει ως κληρονόμο τους οι άκληροι Τρεις Χοντροί. Ο μικρός μπήκε στην αίθουσα και κλαίγοντας σπαρακτικά φώναζε μπροστά σε όλους ότι καταστράφηκε η κούκλα του, μεγέθους πραγματικού κοριτσιού. Απαρηγόρητος ο Τούτι είπε ότι η κούκλα του κομματιάστηκε από τα σπαθιά των στρατιωτών και στη συνέχεια ο δάσκαλός του, εξήγησε ότι τους πλησίασαν στο πάρκο 12 εξαγριωμένοι στρατιώτες και χλευάζοντας τον μικρό τον αποκάλεσαν «προσκοπάκι» των Τριών Γουρουνιών. Εκείνη τη στιγμή εμφανώς αμήχανος ο Πρώτος ρώτησε: «Ποια είναι αυτά τα Τρία Γουρούνια;». Μετά, σύμφωνα με τη διήγηση των σωματοφυλάκων του μικρού, οι 12 στρατιώτες έφυγαν φωνάζοντας υπέρ του Πρόσπερου χωρίς να ξεχάσουν να προειδοποιήσουν ότι πολύ σύντομα όλοι οι στρατιώτες θα σταθούν στον πλευρό του λαού.
Όλοι σοκαρίστηκαν από το περιστατικό. Οι πιο πιστοί φρουροί των Τριών Χοντρών απέκλεισαν τα σημεία επικοινωνίας Παλατιού- Πάρκου φοβούμενοι τα χειρότερα ενώ οι αφέντες έσπευσαν αμέσως να ζυγιστούν. Παρόλα τα «τρεχάματα» όμως διαπίστωσαν ότι δεν είχαν χάσει ούτε γραμμάριο. Έτσι συνέλαβαν τον γιατρό του παλατιού και τον φυλάκισαν δίνοντάς του μόνο νερό και ψωμί.
Ο Τούτι εν τω μεταξύ κρατούσε την κατακουρελιασμένη κούκλα του αγκαλιά από τα σκισίματα της οποίας φαίνονταν και τα σωθικά της. Το Συμβούλιο της χώρας αποφάσισε, λοιπόν, ότι ο μόνος κατάλληλος να τη φτιάξει ήταν ο περίφημος καθηγητής Γκασπάρ. Χωρίς να χάσουν χρόνο τού έστειλαν μήνυμα ορίζοντάς του ότι έχει ένα 24ωρο στη διάθεσή του για να επιδιορθώσει την κούκλα του διαδόχου ανταμείβοντάς τον, σε περίπτωση που τα καταφέρει, με ό,τι ζητήσει. Στην περίπτωση όμως που αποτύχει η ποινή που τον περίμενε θα είναι πολλή αυστηρή.
Μέσα σε όλη αυτή την αναστάτωση φυσικό ήταν κανείς να μη δίνει σημασία πια στη γιγάντια τούρτα με το καραμελωμένο μπαλονά. Έτσι όταν την ξαναπήγαν στην κουζίνα ο έρμος πωλητής τάζοντας τα μπαλόνια του στα είκοσι αγόρια της κουζίνας, ζήτησε τη βοήθειά τους για να δραπετεύσει. Εκείνα του είπαν να χωθεί σε μια τεράστια χάλκινη κατσαρόλα και θα το κρύψουν σκεπάζοντάς την με το καπάκι.

Ο μαύρος άνθρωπος και τα λάχανα
Νωρίτερα, το ίδιο πρωινό κι ενώ ο μπαλονάς … απολάμβανε την πτήση του η οικονόμος του καθηγητή, η θείτσα Γανυμήδη, μπαίνοντας στο γραφείο του Γκασπάρ παρατήρησε ένα χωνευτήρι και κάτι που καιγόταν μέσα του. Σοκαρισμένη κυριολεκτικά αντίκρισε έναν μαύρο άνθρωπο που φορούσε μια κόκκινη βράκα να στέκεται στο δωμάτιο.
Ο Γκασπάρ και ο νιόφερτος όταν βγήκαν έξω να περπατήσουν αντίκρισαν τις ανακοινώσεις των Τριών Χοντρών που πληροφορούσαν τον κόσμο ότι το προγραμματισμένο Φεστιβάλ της εποχής θα πραγματοποιηθεί την ίδια μέρα και ώρα με τις εκτελέσεις των επαναστατών στην κεντρική πλατεία.
Όταν πήγαν στο Φεστιβάλ, ο Γκάσπαρ και ο μαύρος άνθρωπος, ένας Ισπανός δήμιος νομίζοντας ότι ο δεύτερος είναι ηθοποιός τον προσκαλεί να συμμετέχει σε επαινετικές παραστάσεις για τους Τρεις Χοντρούς οι οποίοι πλήρωναν καλά για κάτι τέτοιο. Ωστόσο του επισήμαναν ότι όποιος ηθοποιός αρνείται θα φυλακίζεται. Η παράσταση δε, είχε ξεκινήσει και ένας κλόουν ήταν ήδη στη σκηνή και επαινώντας τους Τρεις Χοντρούς, χτυπούσε τη μούρη του με μια τούρτα.
Μετά εμφανίσθηκε ο χειροδύναμος Λαπιτούπ κάνοντας επίδειξη άρσης βαρών. Χτυπώντας κάτι βαρέλια προσπαθούσε να δείξει στον κόσμο τον τρόπο με τον οποίο οι Τρεις Χοντροί θα συντρίψουν τα κεφάλια του Προσπέρο και του Τιμπούλ. Τότε ο μαύρος άνθρωπος αρχίζει να τον προκαλεί και να τον προτρέπει να βουλώσει το στόμα του. Ο αρσιβαρίστας δείχνει φανερά τον εκνευρισμό του, ειδικά τη στιγμή που ο μαύρος άνθρωπος αρχίζει να του φωνάζει πως γνωρίζει την καταγωγή του και την προσωπική του ιστορία –ο πατέρας του ήταν σιδεράς και η μητέρα του πλύστρα- και ότι του δίνει τόσο χρόνο για να φύγει, όσο να μετρήσει μέχρι το τρία. Τελικά, θολωμένος και φοβισμένος ο Λαπιτούπ φεύγει ενώ ο μαύρος άνθρωπος λέει ότι αυτός είναι ο τρόπος για να διώξουν τους Τρεις Χοντρούς. Το πλήθος όμως φοβάται και μόνο στη σκέψη ότι ο μαύρος άνθρωπος είναι ακόμη ένα από τα ανδρείκελα των Τριών Χοντρών. Ωστόσο αποκαλύπτεται ότι δεν είναι άλλος από τον Τιμπούλ, μεταμφιεσμένο.
Την ίδια στιγμή ο αρχηγός της φρουράς του Παλατιού, Κάουντ Μπονεβεντούρα, μεταφέρει την καταστραμμένη κούκλα προσπαθώντας να εντοπίσει στο πλήθος τον καθηγητή Γκασπάρ που ορίστηκε να την επισκευάσει. Τον βρίσκουν κι αρχίζουν να τον καλούν ενώ ο Λαπιτούπ τρέχει στον αρχηγό να τον ενημερώσει σχετικά με την παρουσία του Τιμπούλ στην πλατεία. Ο Ισπανός κραδαίνοντας το όπλο του καλεί τον Τιμπούλ να γυρίσει. Ο αρχηγός, μαζί κι ο Ισπανός και ο Λαπιτούπ ενωμένοι αρχίζουν να κυνηγούν τον Τιμπούλ που τρέχει και πηδώντας έναν φράκτη βρίσκεται σε έναν λαχανόκηπο. Κόβοντας τα λαχανοκέφαλα αρχίζει να τα εκσφενδονίζει προς του διώκτες του προκαλώντας τους μεγάλη σύγχυση. Κάποια στιγμή σκύβοντας να κόψει ένα λάχανο διαπιστώνει ότι αυτό που τραβάει είναι το κεφάλι του μπαλονά που έβγαινε εκείνη τη στιγμή από την κρυφή σήραγγα που ένωνε την πόλη με το Παλάτι των Χοντρών και ξεκινούσε από την τεράστια κατσαρόλα που τον είχαν κρύψει τα παιδιά της κουζίνας. Ο μπαλονάς διηγείται στον Τιμπούλ τα καθέκαστα και εκείνος αφού τον τράβηξε έξω αρχίζει πάλι να τρέχει. Εν τω μεταξύ ο Ισπανός έχει γίνει πυρ και μανία με ένα από τα μπαλόνια που έχασε κάποιο παιδί της κουζίνας και τώρα κυκλοφορούσε στον αέρα ανεξέλεγκτο πλην όμως γύρω γύρω από τον δήμιο. Εκείνος στην προσπάθειά του να το αποφύγει, πυροβόλησε, αλλά άστοχα. Η σφαίρα χτύπησε το καπέλο του αρχηγού και ο πυροβολισμός τρόμαξε έναν σκύλο που άρχισε να κυνηγάει και τους τρεις διώκτες του Τιμπούλ, καταφέρνοντας να δαγκώσει τον Λαπιτούπ και να υποχρεώσει τον Διευθυντή να σκαρφαλώσει σε ένα δέντρο για να σωθεί!

Μια απρόβλεπτη εξέλιξη
Οι φρουροί συνόδευσαν τον καθηγητή Γκασπάρ στο εργαστήριό του για να του παραδώσουν την σπασμένη κούκλα την οποία έπρεπε να παραδώσει ακέραια το επόμενο πρωί, κι έφυγαν. Ο καθηγητής εξετάζει την κούκλα που ήταν κατασκευασμένη με εξαιρετική τεχνική. Κοιτάζοντάς την του δημιουργείται η εντύπωση ότι είναι πολλή ζωντανή και πολλή γνωστή. Αλλά από πού; Μοιάζει σαν αληθινό κορίτσι που έχει μετατραπεί σε κούκλα. Μετά από προσεκτικό έλεγχο διαπιστώνει το ακριβές σημείο της βλάβης που αλίμονο χρειαζόταν δύο μέρες για να προετοιμάσει το ειδικό μέταλλο για την επισκευή του. Ένας χρόνος πολύ πολύ μεγαλύτερος από τα όρια που του είχαν βάλει οι Τρεις Χοντροί. Τρομοκρατημένος κυριολεκτικά αποφασίζει να πάρει την κούκλα και να πάει στο Παλάτι να εξηγήσει πώς έχει η κατάσταση.

Η νύχτα της παράξενης κούκλας
Στο δρόμο για το παλάτι των Τριών Χοντρών ο καθηγητής έριξε έναν υπνάκο ο οποίος τέλειωσε από τις φωνές των φρουρών που απαγόρευαν να πλησιάσει οποιοσδήποτε σε απόσταση ενός χιλιομέτρου. Ο καθηγητής τους εξηγεί ποιος είναι και για ποιο σκοπό θέλει να φτάσει στο Παλάτι αλλά οι φρουροί, γελώντας, δείχνουν ότι δεν τον πιστεύουν. Εκείνος τότε για να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς του γυρνάει στην άμαξα να φέρει την κούκλα του διαδόχου Τούτι. Εκείνη όμως έχει γίνει άφαντη! Ο αμαξάς και ο καθηγητής σκέφτηκαν ότι μάλλον έπεσε από την άμαξα την ώρα που ο καθηγητής αποκοιμήθηκε κι αρχίζουν να την ψάχνουν. Μάταια. Είναι η στιγμή που ο καθηγητής Γκασπάρ αρχίζει να βεβαιώνεται ότι η κούκλα είναι πραγματικό κορίτσι και το έβαλε στα πόδια.
Αν και ο καθηγητής είναι σίγουρος ότι μετά την απόδραση της … κούκλας θα τον κρεμάσουν μια άλλη ανάγκη της στιγμής τον κάνει να το προσπεράσει. Είναι τόση η πείνα του που δεν τον αφήνει να σκεφτεί κάτι άλλο. Αρχίζει να ψάχνει πού θα φάει αλλά δυστυχώς γι΄ αυτόν, και το στομάχι του, τα εστιατόρια είναι όλα κλειστά τη νύχτα. Η μόνη μυρωδιά από φαγητό στην πόλη έρχεται από ένα βαγόνι του τσίρκου. Το βαγόνι αυτό ανήκει στον Μπριζάκ στο θίασο του οποίου δούλευε ο Τιμπούλ. Χωρίς να χάσει λεπτό τού χτυπά την πόρτα και αυτή ανοίγει αμέσως από τον γέρο κλόουν Αύγουστο. Ο καθηγητής του εξηγεί την κατάστασή του αλλά και την άγνοια για το πού κρύβεται πια ο Τιμπούλ. Ο Αύγουστος χάρηκε πολύ που είδε τον καθηγητή επειδή θυμήθηκε ένα περιστατικό που είχε συμβεί πέρσι. Σε μια παράσταση στην πλατεία η κόρη του Σουόκ τραγουδούσε για ένα κέικ που προτιμούσε να ψήνεται στον φούρνο παρά να καταλήγει στο στομάχι του Χοντρού γαιοκτήμονα. Τότε μια κυρία από τους θεατές εξαγριώθηκε και διέταξε την υπηρέτριά της να δείρει την μικρή τραγουδίστρια. Κάτι που αποφεύχθηκε χάρη στην παρέμβαση του καθηγητή Γκασπάρ.
Ο Αύγουστος φωνάζει την κόρη του, εκείνη ακούγεται να πλησιάζει και ο καθηγητής Γκασπάρ συγκλονισμένος βλέπει μπροστά του την κούκλα του διαδόχου Τούτι!

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ: ΣΟΥΟΚ

Ο δύσκολος ρόλος της μικρής ηθοποιού
Ο καθηγητής Γκασπάρ γνωρίζοντας πια με απόλυτη βεβαιότητα ότι η κούκλα είναι ένα πραγματικό κορίτσι που όντως απέδρασε από την άμαξα απαιτεί από την μικρή να του πει την αλήθεια. Μέσα σε αυτό το κομφούζιο ο καθηγητής δεν πρόσεξε ότι η Σουόκ δεν φορούσε τα κομψά ρούχα της κούκλας ούτε –το πιο σημαντικό- ότι δηλαδή δεν είχε τρύπες στο θώρακα. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει μέσα ο μαύρος άνθρωπος, η παρουσία του οποίου τρομοκρατεί όλους τους παρευρισκόμενους εκτός από τον καθηγητή. Ο μαύρος άνθρωπος πλησιάζει να αγκαλιάσει την Σουόκ αλλά η μικρή απομακρύνεται πανικοβλημένη. Εκείνος μη έχοντας άλλη λύση αρχίζει να αφαιρεί το χρώμα από πάνω του μέχρι που εμφανίζεται ο Τιμπούλ. Όλοι δείχνουν ενθουσιασμένοι. Ο καθηγητής μιλάει στον Τιμπούλ για την ομοιότητα της χαμένης κούκλας με την Σουόκ κι ο καταζητούμενος ήρωας σκέφτεται ότι είναι μια ευκαιρία να απελευθερώσουν τον Πρόσπερο. Αν δηλαδή στη θέση της κούκλας στείλουν στον Παλάτι των Χοντρών την Σουόκ τότε εκείνη θα βοηθήσει τον Πρόσπερο να μπει στην κατσαρόλα που μπήκε και ο μπαλονάς και να βγει μέσω του τούνελ στον λαχανόκηπο.
Καθώς η αυγή κάνει την εμφάνισή της βλέπουμε έναν άνθρωπο να προσπαθεί να αποσπάσει κάτι από τα δόντια ενός σκύλου, του ίδιου που δάγκωσε τον Λάπιτοπ και τους άλλους. Τελικά ο άνθρωπος τα καταφέρνει και αρχίζει να τρέχει ευτυχισμένος κρατώντας στην αγκαλιά του το λάφυρο που δεν είναι άλλο από την κούκλα του διαδόχου Τούτι. Και ποιος ήταν ο άνθρωπος; Μα ο δάσκαλος χορού Ραζντβάτρις!


Η κούκλα με τη μεγάλη όρεξη
Ο καθηγητής με την κούκλα φτάνουν στο Παλάτι. Πλήθος αυλικών και υπηρετών έχει συγκεντρωθεί προκειμένου να δουν από κοντά την κούκλα που δεν είναι πια επιδιορθωμένη αλλά και βελτιωμένη: μπορεί να μιλά και να περπατά! Ο διάδοχος Τούτι είναι ενθουσιασμένος αλλά και εμφανώς συγκινημένος. Οι Τρεις Χοντροί σκουπίζουν τον ιδρώτα τους από την πρωινή άσκηση. Ο Πρώτος, μάλιστα, έχει ένα μαυρισμένο μάτι από την μπάλα που του πέταξε στη μούρη ο Δεύτερος. Εξετάζουν την κούκλα, αλλά το πρόσωπο του Τούτι, που ακτινοβολεί κυριολεκτικά, τους δημιουργεί αμέσως την καλύτερη διάθεση. Ανακοινώνουν στον καθηγητή Γκασπάρ ότι θα έχει ό,τι ζητήσει κι εκείνος ζητά την απελευθέρωση όλων των επαναστατών και το κάψιμο όλων των αγχονών. Η απάντηση του καθηγητή, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε σοκ και πανζουρλισμό. Ο Γραμματέας που ήταν έτοιμος να γράψει τις επιθυμίες και ανταμοιβές του καθηγητή χάνει την πένα από το χέρι του και καρφώνεται με ορμή στο πόδι του Δεύτερου Χοντρού. Εκείνος σφαδάζοντας από τον πόνο την τραβάει και την εκσφενδονίζει πίσω στον Γραμματέα, αλλά η πένα τον προσπερνά και καρφώνεται εκ νέου, αυτή τη φορά στον πισινό ενός φρουρού, ο οποίος παρόλο τον πόνο εξακολουθεί να στέκεται άκαμπτος μέχρι να τελειώσει το καθήκον του.
Οι Τρεις Χοντροί αρνούνται να ικανοποιήσουν το αίτημα του καθηγητή χαρακτηρίζοντάς το ως εγκληματικό κι εκείνος ψιθυρίζοντας κάτι στην Σουόκ τους βάζει στη δοκιμασία να βλέπουν την «κούκλα» να πεθαίνει. Βλέπετε, η μικρή ηθοποιός άρχιζε αμέσως να σφαδάζει και ο καθηγητής τους ενημερώνει ότι το σύστημά της είναι εξαιρετικά ευαίσθητο και υπάρχει περίπτωση να σπάσει αν εξακολουθούν να αρνούνται την ικανοποίηση του αιτήματός του. Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο αλλά και στον Τούτι που σπαρταρούσε από το κλάμα, οι Τρεις Χοντροί υποχωρούν.
Ο Τούτι παίρνει την «κούκλα» Σουόκ στον κήπο και παραγγέλνει πρωινό. Η Σουόκ δεν είναι σίγουρη αν οι κούκλες τρώνε αλλά δεν μπόρεσε να αντισταθεί στη θέα των γλυκισμάτων. Ο Τούτι εκφράζει τη χαρά του δηλώνοντας ότι τα προηγούμενα χρόνια ήταν πολύ βαρετό να τρώει μόνος του. Η Σουόκ μετά ακούει ένα «τουκ-τουκ» όχι ένα «τικ-τακ» και ο Τούτι της λέει ότι είναι ο ήχος από τη μεταλλική καρδιά του.

Το θηριοτροφείο
Ο Τούτι αφήνει την Σουόκ για να κάνει τα μαθήματά του κι εκείνη γνωρίζοντας ότι ο Πρόσπερος κρατείται στο θηριοτροφείο αρχίζει να σκέφτεται το σχέδιο για την απελευθέρωσή του.
Ο Τούτι ζούσε απομονωμένος, χωρίς άλλα παιδιά. Δεν είχε ποτέ του ένα ζωντανό παιδί να παίξει, δεν είχε ακούσει ποτέ παιδικό γέλιο. Οι Τρεις Χοντροί ήθελαν να πλάσουν έναν σκληρό και κακό διάδοχο κι γι΄ αυτό του στερούσαν την παρέα των άλλων παιδιών και γι΄ αυτό του χάρισαν την κούκλα η οποία ούτε να μιλήσει ούτε να γελάσει μπορούσε. Έτσι ο Τούτι δεν θα μάθαινε τίποτε για τη φτώχια, τις φυλακές και τις ταλαιπωρίες του κόσμου. Αντ΄ αυτού οι Τρεις Χοντροί σκέφτηκαν κι έφτιαξαν ένα θηριοτροφείο πιστεύοντας ότι αν ο μικρός έβλεπε μια τίγρη να τρώει ωμό κρέας ή έναν βόα να καταπίνει ένα ζωντανό κουνέλι, θα γινόταν τόσο σκληρός και απάνθρωπος όσο τον ήθελαν. Τελικά όμως το σχέδιό τους δεν λειτούργησε. Ο Τούτι προτιμούσε τη συντροφιά της κούκλας περισσότερο από τα ζώα.
Όταν ο Τούτι γύρισε από το μάθημα η Σουόκ του είπε πώς όταν ήταν σπασμένη είδε ένα όνειρο: ήταν, λέει, ακροβάτης και περπατούσε πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί κάνοντας χορευτικές φιγούρες. Ο θίασος και η ίδια ήταν πολύ φτωχοί και μερικές φορές πεινούσαν. Ο Τούτι όμως δεν γνώριζε τι σημαίνει «φτωχός» και της ζήτησε να του το εξηγήσει. Ώρες πολλές πέρασαν μέχρι το σούρουπο και η Σουόκ εξακολουθεί εξηγεί το όνειρό της ξεχνώντας ότι μιλούσε για ένα «όνειρο». Του λέει ακόμη ότι μπορεί να χορέψει βαλς επάνω στους σπόρους ενός βερίκοκου υπό τους ήχους σφυριγμάτων. Η περιγραφή κίνησε την περιέργεια του Τούτι και η Σουόκ συνεχίζει λέγοντάς του ότι μπορεί να παίξει βάλς με ένα κλειδί. Τότε ο διάδοχος της λέει ότι έχει ένα ειδικό κλειδί από το θηριοτροφείο του, που του το έχει δώσει ο επιστάτης να το έχει κρεμασμένο στο λαιμό του. Δίνοντας το κλειδί στην Σουόκ ο Τούτι δεν πρόσεξε πως μετά τη μουσική εκείνη το έβαλε στην τσέπη της.
Την ίδια νύχτα η Σουόκ με το κλειδί, γλιστρά κρυφά στο θηριοτροφείο. Παίρνει το φανάρι από τον φρουρό και αρχίζει να ψάχνει ανάμεσα στα ζώα για τον Πρόσπερο. Όταν βρίσκει το κλουβί στο οποίο βρισκόταν ο ήρωας, σύμφωνα με τις πληροφορίες, διαπιστώνει ότι στο κλουβί βρίσκεται ένα αλλόκοτο πλάσμα με γούνα σαν αρκούδα και αυτιά σαν λύκου, με νύχια μακριά και χέρια πιθήκου. Συνολικά έμοιαζε περισσότερο με γορίλα. Το πλάσμα πεθαίνει αλλά προλαβαίνει να βάλει στο χέρι της Σουόκ ένα σημείωμα στο οποίο εξηγεί τα πάντα. Η «κούκλα» πανικοβλημένη ασθμαίνει και σβήνει το φανάρι. Παντού σκοτάδι.

ΜΕΡΟΣ IV: ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ Ο ΟΠΛΟΠΟΙΟΣ

Ο θάνατος του ζαχαρωτού
Όταν η Σουόκ έσβησε το φανάρι ξύπνησαν όλα τα ζώα του θηριοτροφείου και άρχισαν να βρυχώνται, να γρυλίζουν, κ.λπ. Επόμενο ήταν να ξυπνήσει και ο φρουρός ο οποίος κάλεσε αμέσως ενισχύσεις για την έρευνα όλης της περιοχής. Δεν βρέθηκε κάτι ύποπτο παρά μόνο ένα ροζ σημάδι ψηλά σε ένα δέντρο. Ο διευθυντής του θηριοτροφείου υποθέτοντας ότι πρόκειται για την Λάουρα την παπαγαλίνα σκαρφάλωσε να την κατεβάσει. Ωστόσο, εκείνο που αντίκρισε ήταν τρομακτικό! Ουρλιάζοντας πέφτει κάτω και η νυχτικιά του μπλέκεται σε ένα κλαδί. Ταυτόχρονα αρχίζει να ουρλιάζει και ο φρουρός και να τρέχει γύρω γύρω σε πλήρη σύγχυση.
Ένα τέταρτο της ώρας πριν ο Τρεις Χοντροί είχαν πάρει τα άσχημα μαντάτα. Στην πόλη οι εργάτες έχουν πάρει τα όπλα και οι συμπλοκές με τους ανθρώπους του Παλατιού ήταν σε εξέλιξη κοντά στο ποτάμι. Ο Τιμπούλ ξεσηκώνει το λαό και πολλοί από τους στρατιώτες τάσσονται με το μέρος του. Όπως κάθε φορά που συγχύζονται τα στομάχια των Τριών Χοντρών, έτσι και τώρα αρχίζουν να φουσκώνουν σε σημείο που να ξηλώνονται τα κουμπιά από τα ρούχα τους. Το Συμβούλιο αμέσως ανέλαβε δράση για να λύσει τα δύο προβλήματα: (1) Πώς να σταματήσει το φούσκωμα των Τριών Χοντρών, και (2) Πώς να καταπνίξουν την εξέγερση. Όσον αφορά στο πρώτο πρόβλημα, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι ο χορός ήταν η καλύτερη λύση και καλούν αμέσως τον δάσκαλο χορού Ραζντβάτρις. Εκείνη τη στιγμή έφτασε στ΄ αυτιά τους η φασαρία που επικρατούσε στο θηριοτροφείο.
Πλήθος μεγάλος σπεύδει εκεί να δουν τι συμβαίνει, αλλά μόλις φθάνουν, γυρνούν και εγκαταλείπουν τρομοκρατημένοι την περιοχή. Τρομοκρατημένοι από αυτό που αντίκρισαν: ένα γίγαντα με κόκκινο κεφάλι και σκισμένο σακάκι. Είναι ο Πρόσπερος. Στο ένα χέρι του κρατάει την αλυσίδα ενός πάνθηρα που βρυχάται και στο άλλο του χέρι είναι καθισμένη η Σουόκ. Ο Πρόσπερος απελευθερώνει τον πάνθηρα και αρπάζοντας, μαζί και η Σουόκ, τα όπλα που έχουν πέσει από την άτακτη φυγή των φρουρών σκαρφαλώνουν στο παράθυρο της κουζίνας του Παλατιού, εκεί που δουλεύουν οι ζαχαροπλάστες και εκεί που προσγειώθηκε ο μπαλονάς.
«Ψηλά τα χέρια!» φωνάζει Πρόσπερος. Όλοι οι μάγειροι και οι εργάτες υπακούουν αμέσως αφήνοντας να πέσουν στο πάτωμα τα μπολ με την κομπόστα και το σιρόπι που κρατούσαν. Ο Πρόσπερος αρχίζει με φρενήρεις ρυθμούς να αναζητά την κατσαρόλα-καταπακτή κι όταν τη βρίσκει δίνει μια και πέφτει μέσα πριν προλάβει η Σουόκ να τον ακολουθήσει ενώ ο έξαλλος πάνθηρας κυνηγημένος από τους φρουρούς καταφέρνει με ένα μεγάλο άλμα να την προσπεράσει και να χωθεί μέσα στο άνοιγμα. Τώρα θα σκέφτεστε ότι ο πάνθηρας σκότωσε τον Πρόσπερο, και η απελπισμένη Σουόκ παραδόθηκε στους φρουρούς. Όχι ο Πρόσπερος Ζει! Κατάφερε να πυροβολήσει και να σκοτώσει τον πάνθηρα αλλά δυστυχώς η Σουόκ οδηγείται από τη φρουρά στους Τρεις Χοντρούς.

Ο καθηγητής χορού, Χορός Ραζντβάτρις
Ο χοροδιδάσκαλος Ραζντβάτρις εξακολουθεί να κάνει τα μαθήματά του. Κανένας από τους κομψούς μαθητές του δεν φαίνεται να ανησυχεί για τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στην πόλη. Έχουν τη βεβαιότητα ότι πολύ σύντομα οι φρουροί με τα κανόνια τους θα καταστείλουν την εξέγερση. Τότε φτάνουν οι στρατιώτες να πάρουν τον δάσκαλο και να τον συνοδεύσουν στο παλάτι για να σταματήσει το φούσκωμα των Τριών Χοντρών. Εκείνος, ευχαρίστως, παίρνει μαζί του στολές, περούκες και μουσικά όργανα και τους ακολουθεί.
Περνώντας από την πόλη ο Ραζντβάτρις βλέπει εργάτες να κυνηγούν με ραβδιά τα αφεντικά τους και σε μια περίπτωση μάλιστα όταν εργάτες δέρνουν το αφεντικό τους το σύννεφο σκόνης που σηκώνεται είναι τόσο όσο όταν χτυπάμε ένα παλιό χαλί.
Τον δάσκαλο του χορού και τη συνοδεία του, τους σταματά μια ομάδα επαναστατών και ακολουθεί μάχη μέχρι που εκείνος λιποθυμά. Όταν συνέρχεται διαπιστώνει ότι δεν του έχουν αρπάξει τίποτε από αυτά που είχε μαζί του, και που ήταν ουσιαστικά η περιουσία του. Ένα πράγμα έλειπε μόνο: η κούκλα! Ξαφνικά βλέπει μια ομάδα επαναστατών να καλπάζουν προς το Παλάτι κι ένας από αυτούς, γαλανομάτης, κρατούσε στην αγκαλιά του… την κούκλα!

Η νίκη
Το προηγούμενο βράδυ, περίπου μία ώρα μετά τη σύλληψη της Σουόκ, τρεις μυστηριώδεις φιγούρες μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα του Τούτι που κοιμόταν. Ο δάσκαλος του μικρού, ο οποίος υποτίθεται ότι ήταν και φύλακάς του, ήταν πολύ δειλός και κρύφτηκε αμέσως πίσω από μια καρέκλα. Από εκεί παρακολούθησε τα στοιχειά να ρίχνουν δέκα, ακριβώς, σταγόνες ισχυρού υπνωτικού στο αυτί του Τούτι. Τους άκουσε δε, να ψιθυρίζουν ότι ο μικρός θα κοιμάται τρεις ολόκληρες μέρες κι έτσι δεν θα παραστεί στη δίκη της «κούκλας». Βλέπετε φοβήθηκαν ότι ο μικρός με τα κλάματα και τα παρακάλια θα έπειθε τους Τρεις Χοντρούς να αθωώσουν την Σουόκ πράγμα που δεν τους άρεσε καθόλου!
Εν τω μεταξύ, η φυλακισμένη Σουόκ κορόιδευε τους φρουρούς της βγάζοντας τη γλώσσα της όταν έφτασε ο επικεφαλής του παλατιού και διέταξε να την μεταφέρουν στο δικαστήριο. Όμως στο δρόμο τους είχαν στήσει ενέδρα και κάποιος άρπαξε το κορίτσι ψιθυρίζοντάς της στο αυτί να μην φοβάται.
Οι Τρεις Χοντροί και οι δικαστές περιμένουν αγωνιωδώς την κατηγορούμενη «κούκλα». Οι Χοντροί μάλιστα έχουν αρχίσει να ιδρώνουν με αποτέλεσμα να καταστρέφουν συνεχώς τα χαρτιά που έχουν μπροστά τους αφού η κάθε σταγόνα του ιδρώτα τους έχει μέγεθος μπιζελιού. Και οι Γραμματείς όλο και αλλάζουν τα χαρτιά. Κάποια στιγμή μπαίνουν μέσα τρεις φύλακες μεταφέροντας το κορίτσι αλλά οι Τρεις Χοντροί ρωτούν πού είναι ο επικεφαλής. Από τους τρεις φρουρούς αναλαμβάνει ο γαλανομάτης κι εξηγεί ότι ο αρχηγός τους αισθάνθηκε δυσπεψία στο δρόμο και θα καθυστερήσει, εξήγηση που ικανοποίησε τους Χοντρούς.
Στη συνέχεια ο εθνοφρουρός βάζει το κορίτσι σε ένα παγκάκι μπροστά από το δικαστήριο. Παρόλο που της θέτουν ερωτήσεις εκείνη παραμένει σιωπηλή, αρνούμενη να απαντήσει. Τότε οι Τρεις Χοντροί καλούν τον μοναδικό μάρτυρα, δηλαδή τον υπεύθυνο του θηριοτροφείου, ο οποίος είχε μείνει όλη τη νύχτα κρεμασμένος στο δέντρο από τη νυχτικιά του και μόλις είχε καταφέρει να ξεμπλεχτεί. Όμως δεν είχε πολλά να καταθέσει. Τους είπε μόνο ότι ανεβαίνοντας στο δέντρο για την παπαγαλίνα είδε την Σουόκ αλλά επειδή δεν είχε ξαναδεί … ζωντανή κούκλα λιποθύμησε από την τρομάρα του. Κατά συνέπεια δεν γνώριζε πώς δραπέτευσαν ο Πρόσπερος και η Σουόκ.
Πρότεινε, ωστόσο, να κληθεί η παπαγαλίνα που ήταν εκεί ψηλά και πιθανόν να είχε ακούσει τις συνομιλίες των επαναστατών. Μετά την κλήτευσή της η παπαγαλίνα μαρτύρησε τον τρόπο με τον οποίο η Σουόκ απέσπασε το κλειδί και ελευθέρωσε τον Πρόσπερο όπως και ότι το κτήνος ήταν ο Τουμπ. Η Σουόκ καταδικάζεται να σπαραχθεί από τις τίγρεις. Όμως και μετά την ανακοίνωση της ετυμογορίας εκείνη εξακολουθεί να παραμένει ακίνητη και βουβή.
Οι Τρεις Χοντροί και οι άνθρωποί τους πάνε στο θηριοτροφείο να παρακολουθήσουν την εκτέλεση. Αφήνουν την Σουόκ μπροστά στα κλουβιά και ελευθερώνουν τρία θηρία. Η πρώτη τίγρης ρουθουνίζει στο κορίτσι, η άλλη την ακουμπά με το πόδι της και η τρίτη την αγνοεί παντελώς κι αρχίζει να λιγουρεύεται τους Τρεις Χοντρούς. Μόνο τότε συνειδητοποίησαν όλοι ότι αυτό δεν ήταν ένα ζωντανό κορίτσι, αλλά μια κούκλα!
Βόμβες έχουν αρχίσει να εκρήγνυται στον αέρα πάνω από το παλάτι. Οι άνθρωποι επιτίθενται με κανόνια. Οι Χοντροί τρέχουν έξω από το πάρκο, αλλά πολύ σύντομα βρίσκονται περικυκλωμένοι από μεγάλο πλήθος φτωχών με επικεφαλής τον Πρόσπερο και τον Τιμπούλ. Ακόμη και οι στρατιώτες βρίσκονται πια στο πλευρό του λαού ενώ οι πλούσιοι τρέχουν βιαστικά στο λιμάνι για να εγκαταλείψουν τη χώρα. Πράγμα που δεν έγινε γιατί οι εργάτες του λιμανιού και οι ναυτικοί τους σταμάτησαν. Όλη η πόλη τραγουδά το τραγούδι της νίκης.
Οι Τρεις Χοντροί που συνελήφθησαν φέρονται στη μεγάλη αίθουσα του Παλατιού όπου ο Πρόσπερος βγάζει λόγο αναγγέλλοντας το ξημέρωμα μιας νέας εποχής. Συμβουλεύει, μάλιστα «να θυμάστε αυτή τη μέρα, να θυμάστε αυτήν την ώρα». Κι όταν λέει τη λέξη «ώρα» ο καθένας γυρνάει προς το τεράστιο ρολόι της αίθουσας, σαν κι αυτά του παππού, να δει την ακριβή ώρα. Ξαφνικά το πορτάκι του ρολογιού ανοίγει, αποκαλύπτοντας ότι ο μηχανισμός του έχει αφαιρεθεί και το μόνο που κρύβει μέσα του είναι η Σουόκ! Το πλήθος ενθουσιάζεται την αγκαλιάζουν και τη φιλάνε.
Οι Τρεις Χοντροί είναι, πια, καλά κλειδωμένοι στο ίδιο κλουβί που είχαν κλείσει τον Πρόσπερο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ένα χρόνο αργότερα, στον εορτασμό της πρώτης επετείου της Επανάστασης η Σουόκ εμφανίζεται στη σκηνή με τον Τούτι ο οποίος όπως αποδείχθηκε ήταν αδελφός της. Όλα εξηγήθηκαν από το σημείωμα που έδωσε το «κτήνος» στην Σουόκ πριν πεθάνει, όταν εκείνη έψαχνε στο θηριοτροφείο τον Πρόσπερο. Στο σημείωμα, ο επιστήμονας Τουμπ ανέφερε πως όταν η Σουόκ και ο Τούτι ήταν πέντε ετών είχαν απαχθεί από τους ανθρώπους των Τριών Χοντρών. Στη συνέχεια αυτοί διέταξαν τον Τουμπ να φτιάξει μια κούκλα με το πρόσωπο της Σουόκ που δεν θα ήταν συνηθισμένη καθώς θα μεγάλωνε όπως και ο Τούτι. Μόλις ο Τουμπ έφτιαξε την κούκλα η Σουόκ πουλήθηκε σε έναν περιοδεύοντα θίασο τσίρκου με αντάλλαγμα έναν παπαγάλο που μιλά. Οι άνδρες των Τριών Χοντρών διέταξαν επίσης τον Τουμπ να κατασκευάσει μια καρδιά σιδερένια για τον Τούτι έτσι ώστε να γίνει σκληρός και να μην νιώθει καμιά συγκίνηση. Πράγμα όμως που ο επιστήμονας δεν έκανε ποτέ ισχυριζόμενος ότι η ανθρώπινη καρδιά δεν μπορεί να αντικατασταθεί με τίποτε. Για την ανυπακοή του αυτή ο Τουμπ κλειδώθηκε από τότε σε ένα κλουβί του θηριοτροφείο όπου μεγάλωνε σε συνθήκες ζώων.
-
Τ Ε Λ Ο Σ
-
ΓΙΟΥΡΙ ΚΑΡΛΟΒΙΤΣ ΟΛΕΣΑ
19 Φεβρουαρίου (3 Μαρτίου) 1899 – 10 Μαΐου 1960

Συγγραφέας, δημοσιογράφος, και θεατρικός συγγραφέας γεννήθηκε στην Ουκρανία από γονείς της μέσης τάξης οι οποίοι μετακόμισαν στην Οδησσό το 1902. Στην πόλη αυτή, ο Ολέσα, ολοκλήρωσε την υποχρεωτική εκπαίδευση και τις νομικές σπουδές κατά τη διάρκεια των οποίων άρχισε να ασχολείται ιδιαίτερα με τη λογοτεχνία. Το 1919 απορρίπτοντας τις φιλομοναρχικές ιδέες των γονιών του προσχώρησε στον Κόκκινο Στρατό όπου υπηρέτησε επί ένα χρόνο. Παντρεύτηκε την Όλγα Γκουστάνοβα Σουόκ και εργάστηκε στο γραφείο προπαγάνδας της Ουκρανίας. Από το 1922 εγκαταστάθηκε στη Μόσχα και την ίδια χρονιά δημοσίευσε το πρώτο του έργο με τίτλο «Angel» γράφοντας παράλληλα και σε λογοτεχνικά περιοδικά, επηρεασμένος κυρίως από τους Γουέλς, Στίβενσον και Τολστόι.

Με το πιο γνωστό μυθιστόρημά του (Zavist-Φθόνος, 1927) σκιαγράφησε την εικόνα αντιπαράθεσης αξιών κατά τα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης. Το ύφος του διέφερε από εκείνο της Σχολής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού με αποτέλεσμα τα έργα του, χιουμοριστικά, αιχμηρά και ονειροπόλα να αντιμετωπιστούν δυσμενώς την περίοδο του Στάλιν. Εξάλλου σε ομιλία του στο Πρώτο Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων το 1934, ο Ολέσα υπερασπίστηκε την ανάγκη για ανεξάρτητη λογοτεχνία, καταδικαζόμενος για «αντιδραστικές» υφολογικές τάσεις και «αντιανθρωπισμό». Το σύνολο του έργου ήρθε στη δημοσιότητα τρία χρόνια μετά το θάνατο του Στάλιν, ωστόσο λίγο αργότερα ο Ολέσα πέθανε αιφνίδια σε ηλικία μόλις 61 ετών.

Σύμφωνα με τον Βίκτορα Σκλόφσκι ο Ολέσα είναι ο πατέρας της γνωστής φράσης «Οι λογοτέχνες είναι μηχανικοί των ανθρώπινων ψυχών» και μάλιστα την είχε διατυπώσει στη συνάντηση των λογοτεχνών με τον Στάλιν στο σπίτι του Γκόρκι. Λέγεται ότι αν και ο Στάλιν αργότερα επανέλαβε το απόφθεγμα, αναφέροντας ότι το έχει διατυπώσει ο Ολέσα, σταδιακά η πατρότητα άρχισε να μετακυλίεται προς στον σοβιετικό ηγέτη.

Το έργο του Ολέσα περιλαμβάνει τουλάχιστον 16 δημοσιευμένα διηγήματα, μυθιστορήματα και θεατρικά, μεταξύ αυτών και το επαναστατικό παραμύθι «Οι Τρεις Χοντροί» το οποίο παρουσιάστηκε από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας τον Μάιο του 1930 και σε έκδοση με μουσική και μπαλέτο το 1935. Επίσης μετατράπηκε σε όπερα και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο και στο ραδιόφωνο. Άλλωστε ο Ολέσα πίστευε πολλοί στους νέους θεωρώντας τους ως αρχή για την αλλαγή των αξιών με την πεποίθηση ότι ο κομμουνισμός δεν δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά και ένα ηθικό σύστημα.

Πηγές
-Α summary of «Three Fat Men», marxists.org
- Olesha, Yuri Karlovich, Biography, SovLit.com, Encylopedia of Soviet Writers
- Yury (Karlovich) Olesha, Biography, Pegasos, A literature related site in Finland
-Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αφιέρωμα, Ελληνικά Γράμματα
- Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, «Σίγησε» η σπουδαία πένα του, Ριζοσπάστης, 20-05-2008
- Mstislav Dobuzhinsky, Wikipedia
- Οχτωβριανή Επανάσταση: Η Τέχνη στην υπηρεσία της Επανάστασης, Ριζοσπάστης, 13-01-2008
Απόδοση: α.μ.